ΓΕΝΟΙΤΟ
Και ξημερώνει ένα πρωΐ, που Αιώνες περιμένεις
να ξεκινήσει απ’ την αρχή ο χορός Λευτεριάς,
τα χέρια σου στον Όλυμπο και στη ματιά σου φέρνεις
και βγαίνει από μέσα σου ο μόνιμος ραγιάς.
Πήρε καιρούς ατέλειωτους και χρόνους ματωμένους
να βγεί το Φώς απ’ τα βαθειά εκεί που τό ‘χαν θάψει,
να λάμψη ημέρα για πολλούς και για τους ξεχασμένους
και να ροδήσει η χαραυγή, κι η μέρα να χαράξει.
Τόσα πολλά λόγια γλυκά, λόγια μαλλαματένια
μες τους Αιώνες ζωντανά στης Άνοιξης το Φώς,
με ένα θυμό αγέννητο απ΄τα χρόνια τα χαμμένα
κα συ να ψάχνεις στη σιωπή να βρείς γιατί και πώς.
Γέρνεις στην άκρη με χαρά και και αγάλι το κεφάλι
κι οι σκέψεις σε αναζητούν και σε καλωσωρίζουν,
είναι χαράματα κα εσύ χαμογελάς και πάλι
κι όσα σου έλειψαν πολύ ξανά σε ξεχωρίζουν.
Είναι καιρός πια δεν αρκεί ο φόβος δεν σε παίρνει
έχεις φωτιά μες την καρδιά που σε αναπτερώνει
τα λόγια που σου τάξανε ο άνεμος τα φέρνει
κι η Αθηνά την Άγια της Σοφία σου φανερώνει.
Έχεις δυνάμεις που ακούς απ’ των Αρχαίων τα λόγια
και σε διπλώνουν με το Φώς και με την Άγια Γνώση,
παλεύεις μες τα κύμματα και των αρχών τα σόγια
χωρίς το φόβο να μπορεί να σε περικυκλώσει.
Ήλθε επιτέλους η στιγμή, η Άγια εκείνη Ώρα
που μέσα από τον λήθαργο ξυπνάς και ξενυχτάς
δεν σε παλεύουν οι Θεοί και οι Τιτάνες τώρα
βρήκες γαλήνη απέραντη στο Φώς και ξαγρυπνάς…..
ΚΩΣΤΑΣ Δ. ΚΑΤΕΧΗΣ ΚΑΝΑΤΑΣ