Στην τρίτη Τάξη σε σταμάτησαν γιατί έμαθες πολλά
να συλλαβίζεις και να γράφεις δίχως τόνους.
Και σύ χωρίς να πείς κουβέντα στο γιατί,
πήγες στους κήπους να βοηθάς και να ποτίζεις.
Άδικα χρόνια τότε, σε χρειάζονταν παντού,
από μικρή μέχρι, να γίνεις και εσύ Μάνα.
Εγώ το ξέρω πως δεν έβγαλες μιλιά
από μικρή είχες ορίσει το σκοπό σου.
Κι όταν σε γνώρισα μικρός στην αγγαλιά σου
όλα όσα ένοιωθα για σένα ήταν αληθινά.
Στά γράμματά σου που διόρθωνα πολλές φορές
δεν είχες τόνους και τα ”ή” ήταν όλα ίδια.
Σαν νά ‘σουνα πολύ προχωρημένη από τότε
για την πληγή που θα άνοιγαν αργότερα στην Γλώσσα μας.
Επειδή σήμερα οι ξένοι δεν μπορούν
Ελληνικά να μάθουν όπως πρέπει,
να τα απλοποιήσουν είπαν οι σοφοί χωρίς μυαλό.
Και σύ είχες δίκιο, και γώ είμουν πάντα θυμωμένος
για τις πολλές τις μαχαιριές του Συντακτικού μου.
Σήμερα δεν θα είχες πρόβλημα με τ’αστἐρια
και θα μετρούσες τον Ουρανό όπως παλιά
με τα δικά σου γράμματα τα απλοποιημένα,
της Τρίτης Δημοτικού τότε που ο πόλεμος κυριαρχούσε
και συ στους κήπους να σκαλίζεις την μοίρα σου
και να ταΐζεις στόματα μεγάλων και μικρών.
Πόσους πολέμους έχουμε περάσει από τότε ;
Πόσους νεκρούς μετρήσαμε στο πέρασμα του χρόνου !
Με τον δικό σου τρόπο να μετράς φαινόταν λίγοι
κανονικά όμως ξεπερνούσαν κι άλλες γεναιές.
Ευτυχώς έφυγες την ώρα που έδενε ο πόνος στο σκαλί
για να μην δείς να σβήνουνε τ΄αστέρια που αγαπούσες.
Ευτυχώς που δεν πρόλαβες να κουβαλήσεις άλλη γνώμη
για τα πουλιά και τους αγέρες που φτερούγησαν
κάτω από τις αστραφτερές σκάλες των ματιών σου
όταν τα βράδυα ξενυχτούσες με τις ώρες
αγγαλιάζοντας τον κουρασμένο και γεμάτο Ουρανό.
Ευτυχώς και για μένα που πρόλαβα να σου εξηγήσω
γιατί σε πλήγωσε εκείνο το Άστρο που μου έδειχνες
τα βράδυα που ξυπνούσα και δεν σ’έβρικα κοντά μου.
Κείνα τα βράδυα που είχες κάνει τόσα πολλά
και εγώ νόμιζα πως θα ήσουν κουρασμένη…
τότε δεν ήξερα πως η λέξη ”κούραση” δεν ήταν μέσα
στο λεξιλόγιο σου της Τρίτης Τάξης Δημοτικού.
Ούτε ποτέ από τα χείλη σου δεν άκουσα ένα ”άχ”
ο ”αναστεναγμός” άλλη μιά λέξη που δεν σ’άγγιξε ποτές.
Πόση απλότητα και γοητεία μέσα στο βλέμμα σου
Πόση γλυκάδα τρυφεράδα και πελώρια αγγαλιά…
Τα όριά σου δεν τα έμαθα ποτέ, είχες δεν είχες.
Σε μάθαμε όλοι κάθε που άστραφτε η ματιά σου
όπως έστρωνες το τραπέζι που το γέμιζες καλά κι αγάπη.
Ευτυχώς που έφυγες νωρίς για να μη δείς
τούτη την άγρια καταστροφή που μας θερίζει.
Τούτες τις μέρες που δεν έχουν τακτική
κι ό ένας έτοιμος είναι τον άλλον να γρεμίσει.
Τί θά’λεγες, με την γλυκειά σου υπομονή που πάντα είχες
τώρα που ο κόσμος κλείστηκε μέσα σε ένα κελί ;
Ο ΓΙΟΣ ΣΟΥ
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΤΕΧΗΣ
ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ
ΜΑΡΤΗΣ 2020