ΕΔΩ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ–ΕΔΩ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ
Σκίσαν τη νύχτα οι κραυγές και ράγισαν τα μάρμαρα
οι σκάλες σκέπασαν κορμιά σπαρμένα στους διαδρόμους
ο ύπνος είχε ξεχαστεί στα σίδερα της πόρτας
και συ εκούρνιαξες δειλά στης μοίρας το κατώφλι.
Του αγέρα έσπασε η φωνή, γέμισε η χούφτα χώμα
στα κάγκελα διπλώθηκε η παλάμη πληγιασμένη,
ήρθαν ξανά με διαταγή να σε ποδοπατήσουν……
μα εσύ φωτιά στο φονικό, ετάραξες τη νύχτα.
δεν γέλασες, δεν έκλαψες….μετέωρα τα μάτια
έβγαλες τη βαριά στολή, κι αλάφρωσες στο πλάι.
Δίπλα ο ματωμένος αδερφός, κυτούσε την πλατεία
το αίμα του έφτανε αργά, τα κάγκελα περνούσε.
Εσύ τον περιμάζεψες, του έπλυνες τις πληγές του…..
μα εκείνος αναστέναξε και χάθηκε στο τέρμα.
Κι έμεινες μόνος να βογγάς, συντρόφους να μοιράζεις
να σέρνεσαι και να λυγάς πιασμένος στην ελπίδα.
Τίναξε την παράφρονη, εσχάτη προδοσία
τα χέρια πιάσε δυνατά, σφιχτά σαν αλυσίδα
μπές στου Μαγιού την ροδαυγή, στου Απρίλη τη λιακάδα
γέμα το φώς του φεγγαριού, κόκκινο σαν κεράσι
και λευτερώσου μια και δυό, αχώντας το τραγούδι…………..
Κ.Δ.Κ