ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΙ
Γύρω μας κάγκελα λιγάκι σκουριασμένα
από τα χρόνια μας που πήγανε χαμένα,
η πόρτα ανοιχτή χωρίς κλειδί στην κλειδωνιά
και μεις μισόγυμνοι στη βαρυχειμωνιά.
Ούτε σκοπός υπήρχε κάπου οπλισμένος,
ούτε σκοπός να φύγουμε επομένως.
Κοιτούσε πάντοτε κλεφτά ένας τον άλλον
με ένα μανδύα που φορούσαμε των άλλων.
Άδικη ψεύτρα καταδίκη απ’ τα καράβια
που δεν μας έδιναν ψωμί, μόνο μοράβια.
Κάναμε στάση εργασίας απ’ την πείνα
και κείνος έδειχνε τον τάδε και τον δείνα.
Με μιά κουκούλα στο κεφάλι και δυό τρύπες
σε ρώταγε, στον διπλανό σου τώρα τί είπες;
Με το μεσαίο δάχτυλο εσένανε να δείχνει
χωρίς να αγγίζει, για να μην αφήνει ίχνη.
Και μας μπαρκάρανε μαζί μιά μέρα κρύα
να ανταμώσουμε με της ποινής την αδικία.
Στόν τοίχο μια σειρά στρατιώνες οπλισμένοι
δώδεκα βήματα κι ο χάρος περιμένει.
Εσύ δεν δέχεσαι τα μάτια να σου δέσουν
είσαι περήφανος, τα βόλια σου αρέσουν.
Και με τον πρώτο πυροβολισμό θα ‘ναστενάξεις
στού ουρανού το μεγαλείο θα πετάξεις.
ΚΩΣΤΑΣ Δ. ΚΑΤΕΧΗΣ
ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ
ΦΛΕΒΑΡΗΣ 2023