Σαράντα χρόνια Αμερική και εστιατόριο, έζησα έντονα την εργασία και την πάλη για το μεροκάματο. Γνώρισα χιλιάδες ανθρώπους από όλες τις χώρες του πλανήτη και από όλες τις φυλές. Έζησα δύσκολα χρόνια με την έγνοια τις οικογένειας και της καθημερινότητας , καθώς και την αναζήτηση εργασίας για τα απαραίτητα και το φαγητό της ημέρας στο τραπέζι. Η ζωή μου είναι απλή και λιτή, έτσι έμαθα και στα παιδιά μου. Οι άνθρωποι που έζησα και γνώρισα σε αυτά τα σαράντα χρόνια με έκαναν να μάθω πάρα πολλά και να καταφέρω να αντιμετωπίζω τη ζωή με πολλούς και διάφορους τρόπους. Άνθρωποι καλοί, κακοί, άγνωστοι, μορφωμένοι, αμόρφωτοι, εχθρικοί, φιλικοί και ότι άλλο διαθέτει η Αμερικάνικη κοσμοπολίτικη κοινωνία και κουλτούρες φερμένες από το κάθε μέρος της γης. Γνώρισα σπουδαίους, αλλά και ασήμαντους. Γνώρισα μεγάλους, αλλά και μικρούς. Γνώρισα υπέροχους ανθρώπους , αλλά την ίδια ώρα και μηδενικούς. Γνώρισα το μίσος σε όλο του το μέγεθος, αλλά και την αγάπη στο ύψιστο σημείο. Η ζωή μου, παρ’ όλες τις δυσκολίες, κύλησε και κυλλά ήρεμα και ευχάριστα χωρίς ποτέ μα ποτέ να βαρυγκωμήσω ή να παραπονεθώ σε κανέναν. Και στις πιο άσχημες και δύσκολες στιγμές μου εύρισκα τον εαυτό μου να χαμογελά και να ελπίζει. Όταν με αδικούσαν χαμογελούσα, όταν με πατούσαν στη γη χαμογελούσα, όταν με κοιτούσαν με φθόνο χαμογελούσα, όταν με ζήλευαν χαμογελούσα. Κάθε φορά που μου φέρονταν σαν σκουπίδι τους άφηνα να κάνουν τα δολάριά τους και αποχωρούσα ήσυχα και απλά. Κάθε φορά που με πέταξαν στην άκρη εφόσον τη δουλειά τους την έκανα σωστά και τα κέρδη τους αυξάνονταν κατακόρυφα, αποχώρησα ήρεμα και απλά. Κάθε φορά που μου υποσχέθηκαν πολλά και με εξαπάτησαν για το κέρδος τους , τότε γύρισα την πλάτη και προχώρησα πιο πέρα , ήσυχα και απλά. Ήμουν πάντα εγώ ο ευχαριστημένος και ο ευγενικός. Ήμουν πάντα εγώ ο χαμένος αλλά ο πιο κερδισμένος ταυτόχρονα. Ήμουν εγώ ο αληθινός ΕΛΛΗΝΑΣ και οι άλλοι όχι. Δεν θα κατηγορήσω κανέναν λεπτομερειακά γιατί πιστεύω πως εδώ στον νέο κόσμο η δυνατότητες που δίνονται στον άνθρωπο για να εργαστεί και να αποχτήσει περιουσία τον βγάζουν εντελώς έξω από τα ανθρώπινα ένστικτα και τον σπρώχνουν προς τα ζωώδη . Πολλοί με χτύπησαν βίαια με έργα και με λόγια, μα οι αντοχές μου είναι ανεξίτηλες και ατελείωτες. Άλλοι με πρόδωσαν οικτρά, αλλά και πάλι το ξεπέρασα δεόντως. Με στωικότητα και καρτερία, μα και μεγάλη υπομονή κατάφερα να προσπεράσω ζηλόφθονους και υπανθρώπους που νόμιζαν ότι με τα χρήματά τους μπορούσαν να υποτάξουν τον καθένα και εμένα μαζί. Με ένα χαμόγελο τους απέβαλα από τη ζωή μου. Θυμάμαι ότι πάντα στις πιο δύσκολες και φορτικές συναισθηματικές στιγμές και μέρες μου, βρέθηκα σε χέρια που θα μπορούσαν να μου βγάζουν το πετσί σε λωρίδες από ευκαιρία, αλλά όσο κι αν προσπάθησαν δεν τα κατάφεραν. Εδώ θέλω να τονίσω ότι η δύναμη και η αντοχή μου πάντα πηγάζει από την αγάπη των παιδιών μου και από την λατρεία που αντλώ από τα πανέμορφα πρόσωπά τους. Το κάθε «σ’ αγαπώ Μπαμπά» μου δίνει χρόνια και τόνους δυνάμεων να συνεχίσω ακόμα και σήμερα που βρίσκονται μικρόψυχοι άνθρωποι που προσπαθούν να μειώσουν την αξία μου επειδή η δική τους είναι ένα μηδενικό. Στα εστιατόρια της Νέας Υόρκης αλλά και σε κάποια άλλα μέρη της Αμερικής δούλεψα για πολλούς Έλληνες και αρκετούς ξένους. Λυπάμαι που το γράφω αλλά από τους ξένους δεν έχω το παραμικρό παράπονο. Με χειραψία το πρωΐ και με χειραψία το βράδυ περνούσαμε τις μέρες μας όλη την εβδομάδα, πάντα ευγενικοί και με θαυμασμό σε μένα που δούλευα και μιλούσα με ευγένεια και σεβασμό σε όλους, έλεγαν σε όλους πως είμαι Έλληνας. Οι Έλληνες όμως είναι αυτοί που με πόνεσαν, που μου φέρθηκαν άσχημα και με αδίκησαν στον έσχατο βαθμό. Προσπαθώ να βρω κάποιον Έλληνα που δούλεψα και δεν με αδίκησε και επειδή δούλεψα για πολλούς θα πω ότι στα δάχτυλα του ενός χεριού μετριούνται και λιγότεροι. Άλλος λιγότερο άλλος περισσότερο, όλοι στα κέρδη και στα όβολα χωμένοι προσπερνούσαν τις καλοσύνες και γινόντουσαν και αυτοί έρμαια του νεοπλουτισμού που τους κάνει να ξεχνούν πως είναι πρώτα άνθρωποι και ύστερα συνάνθρωποι. Και φυσικά το πρώτο που ξεχνούν είναι ότι όλοι ξεκίνησαν σαν εργάτες και αυτοί κάποτε. Μεγάλο πανεπιστήμιο τα εστιατόρια. Η μάθηση είναι η καθημερινότητα που σου δίνει την ευκαιρία να γνωρίσεις, η καθημερινότητα είναι η εργασία του μαθητή και ο κόσμος είναι αυτός που σε βαθμολογεί και αντιστρόφως. Τα εστιατόρια τα αγάπησα τόσο , όσο πολύ τα μίσησα. Σε ένα λέω να σταθώ για λίγο γιατί νομίζω ότι αξίζει , εκτός από κάποιους πελάτες , δεν γνωρίζεις και συχνά στο μέρος που εργάζεσαι κανέναν μορφωμένο που να δουλεύετε μαζί, σπάνια, ίσως καμιά φορά κάποιον φοιτητή που σπουδάζει και έχει ανάγκη από εργασία, αλλά και αυτός είναι κάπως συγκρατημένος για το τι θα έχει να αντιμετωπίσει σε αυτό το περιβάλλον. Οι περισσότεροι, έστω και αν μοιράζεσαι μαζί τους την ευθύνη ενός καταστήματος, είναι έτοιμοι να σε κατασπαράξουν και να σε εξαφανίσουν. Το χειρότερο κακό που συνάντησα ήταν η «ρουφιανιά» ναι θα το πω έτσι λαϊκά ,δεν υπάρχει πιο διαδεδομένο μυστήριο στα εστιατόρια από αυτό. Όσο πιο δυνατός, καθαρός, κύριος, χαμογελαστός και μορφωμένος είσαι τόσο θα είσαι το αντικείμενο της «ρουφιανιάς». Σε όποια μέρη δούλεψα αρκετό καιρό προσπάθησα να αλλάξω αυτές τις νοοτροπίες και τις κακές συμπεριφορές. Σε κάποια τα κατάφερα, σε άλλα όμως όχι. Ήταν πολύ δυνατό το παλιό κατεστημένο με πολλούς της παλιάς σχολής που δεν άλλαζαν με τίποτε. Είναι κρίμα γιατί πολλές χιλιάδες Ελλήνων που μετανάστευσαν για ξένες χώρες έμειναν στην ίδια κατηγορία μόρφωσης από αυτή που ήρθαν. Όσα χρόνια κι αν πέρασαν δεν έμαθαν απολύτως τίποτε, οι περισσότεροι κουβαλούν μαζί τους την μεσαιωνική νοοτροπία που κληρονόμησαν από τους Οθωμανούς και δεν ξέφυγαν ποτέ από τα σύνδρομα εκείνα που τους κυνηγούν από τα χωριά τους μέχρι εδώ. Μεγάλη σχολή τα εστιατόρια, γνωρίζεις τους ανθρώπους και ξεχωρίζεις τα χτήνη, λυπάμαι που χρησιμοποιώ τέτοια σκληρή λέξη, αλλά έτσι είναι όπως θα συμφωνούσε και ο πελώριος Ν. Καζαντζάκης. Γνώρισα συνέταιρους που δεν έλεγαν ούτε καλημέρα, γνώρισα συγγενείς που δεν αντάλλασαν κουβέντα, γνώρισα αδέλφια που έκλεβαν ο ένας τον άλλο, γνώρισα και ανθρώπους και απάνθρωπους. Όμως ότι κι αν έγινε εγώ δεν πτοήθηκα και δεν έχασα την ελπίδα προς τον άνθρωπο, έψαχνα μέσα στην κτηνωδία και πάντα κάποιον ανακάλυπτα. Αυτοί που ζούσαν στην «ρουφιανιά» και στο χαμηλό επίπεδο για να σε κατασπαράξουν πάντα ήταν οι τελευταίοι και οι καταραμένοι. Κανένας δεν πρόκοψε ανθρώπινα, κανένας δεν ένοιωσε την ανθρωπιά και τη γαλήνη της ψυχής σε όλο της το μεγαλείο όπως εγώ ,κι όπως εσείς. «Κατάστρεψες το μαγαζί» μου είπε κάποιος από την πολλή τη ζήλια και το φθόνο που αυτός δεν ήταν σαν και μένα. Χαμογέλασα με ηρεμία, «καλά, του είπα, γιατί δεν το λες στο αφεντικό και το λες εμένα; Και για πες μου αλήθεια πως το έκανα αυτό έχεις στοιχεία;» Χωρίς να με κοιτάζει στα μάτια, μου είπε ότι το βλέπει από εμπειρία…… την άλλη μέρα γυρνούσε σαν τον γυμνοσάλιαγκα πίσω μου για να μη μιλήσω στο αφεντικό …..τον κοιτούσα με στοργή και συμπόνια, τον λυπόμουν. Θα μπορούσα να γράφω ατέλειωτες ιστορίες για τα εστιατόρια και κάθε άνθρωπο ξεχωριστά και κάθε αφεντικό, ίσως μια μέρα να το κάνω. Όμως εδώ ήθελα να παραθέσω γενικές σκέψεις που αποκόμισα τόσα χρόνια σε αυτή τη δουλειά. Η ζωή μου βέβαια επεκτείνεται και πέραν των εστιατορίων ευτυχώς. Γιατί εκτός από το χρήμα υπάρχουν χιλιάδες πράγματα που μπορεί να ασχοληθεί κανείς για να ξεφύγει από τη μιζέρια και την ρουτίνα της καθημερινότητας και να μπορέσει να ζήσει και να νοιώσει σαν πραγματικός άνθρωπος.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΤΕΧΗΣ
ΜΑΝΗΑΤΤΑΝ
2017