ΕΡΕΙΚΟΥΣΑ – ΑΙΓΙΝΑ
Δώδεκα χρονών παιδί, μικρό παλληκαράκι, που ακόμα δεν είχα δεί παρά μονάχα το νησάκι μου και λίγες φορές που πήγα στη Χώρα με τον πατέρα μου, με τα μαγαζιά της, τα εμπορεύματα, τα εστιατόρια και τα καφενεία.
Πολύ λίγα ψώνια, αλλά δεν θα ξεχάσω ποτέ το γαλατάδικο φούρνο με το ψωμί πολυτελείας το βούτυρο Κερκύρας στο χαρτί και ντόπιο μέλι που ήταν το καλλίτερό μου.
Ήθελα να με έπαιρνε στην Πόλη μόνο γι’ αυτό .
Τη χρονιά αυτή αποφάσισε ο Πατέρας μου να με πάρει στην Αίγινα για να πάω Γυμνάσιο και να μείνω στον αδελφό του, Κώστας και εκείνος, είχα το όνομά του, και έτσι και έγινε.
Ένα πρωί του καλοκαιριού το 1968 πήραμε το ‘’ΑΓΓΕΛΙΚΑ’’ ένα βαποράκι της γραμμής Κέρκυρα- Πάτρα- Πειραιά και μετά από ένα αργό και ήσυχο δεκαεξάωρο ταξίδι φτάσαμε στον Περαία που δεν τον είχα ξαναδεί.
Τρόμαξα μες την πόλη αυτή, εγώ που δεν ήξερα περισσότερο από δέκα μέτρα γής γεμάτα ελιές και κυπαρίσσια, σε κείνο το μικρό νησί της Ερείκουσας που μεγάλωσα με τόσες δυσκολίες και τρεχάματα.
Μπήκαμε στο ΑΦΑΙΑ το πρώτο φέριμποτ που επιβιβάστηκα ποτέ και σε μιάμιση δυο ώρες φτάσαμε στην Αίγινα.
Στην διαδρομή κοιτούσα δεξιά κι αριστερά στο πέλαγος σαν χαμένος στα νερά του Σαρωνικού, τον Πειραιά που απομακρύνονταν την Σαλαμίνα, τις Λεούσες, το Αγκίστρι και την Πελοπόννησο ώσπου με μια μικρή στροφή αντίκρυσα το πανέμορφο λιμάνι της Αίγινας με τα ωραία σπίτια και καταστήματα μέχρι την Παναγίτσα και ακόμα πιο πέρα.
Ήμουνα σαν χαμένος σε έναν νέο άγνωστο κόσμο που διέφερε τόσο πολύ από τον δικό μου τον μικρό που δεν είχε σχεδόν τίποτε, ενώ εδώ έβλεπα να υπάρχουν τα πάντα.
Με το τρίκυκλο του θείου μου Κώστα (το θρυλικό) η διαδρομή μέχρι την Περιβόλα ήταν ακόμα μια εντυπωσιακή εμπειρία βλέποντας τον θείο μου να χαιρετά τον κόσμο δεξιά κι αριστερά σηκώνοντας το χέρι και κατεβάζοντας το κεφάλι ευγενικά φωνάζοντας σε όλους ‘’καλημέρα’.
Ακόμα και σε έναν κύριο που καθόταν σε ένα σκαμπό στην πόρτα των φυλακών έλεγε καλημέρα. αργότερα έμαθα ότι ήταν ένας βαρυποινίτης που εκτελούσε ισόβια αλλά λόγω καλής συμπεριφοράς τον άφηναν να κάθεται έξω στην πόρτα.
Μέσα σε μια καταπράσινη από φιστικιές διαδρομή ο δρόμος προς το σπίτι Οδός Καποδιστρίου για την Περιβόλα ήταν μια ξεχωριστή εμπειρία για ένα δωδεκάχρονο που δεν είχε πάει πουθενά παρά μόνο στην Χώρα, στην Κέρκυρα.
Οι καλημέρες συνεχιζόταν με τον κυρ-Παναγή τον Κερκυραίο, τον Τζίτζη, τον Κυρ-Βασίλη, τον Αργύρη τον Θανάση τον Πιτσούνια, τον κυρ-Σπύρο, τον Μπάρμπα Γιάννη την κυρά – Κούλα μέχρι που φτάσαμε στο μικρό μπακάλικο ‘’Η ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΓΩΝΙΑ’’ του θείου στην Περιβόλα.
Εκεί μας περίμενε ο Μπάρμπα-Μήτσος, η θεία- Καλομοίρα, ο Γιάννης, ο Διονύσης, και η Θεία Κατίνα η γυναίκα του θείου μου.
Γύρω παντού φιστικιές, πρασινάδες, λουλούδια και άνθρωποι που δεν τους ήξερα ούτε που είχα ακούσει ποτέ για κανέναν τους.
Στην αρχή περίεργοι όλοι, όπως περίεργος και εγώ, να μπορέσω να προσαρμοσθώ εγώ το αγρίμι από ένα νησί που έτρεχα στα πλάγια στους λόγκους στη θάλασσα και δεν φοβόμουν τίποτε και κανέναν, έπρεπε τώρα να προσγειωθώ να ηρεμήσω να αλλάξω τακτική και τρόπους και να δώσω εξετάσεις να μπώ στο Γυμνάσιο που στεγαζόταν τότε στο Πρώτο Κυβερνείο της Ελλάδος του Καποδίστρια.
Έδωσα εξετάσεις και πέρασα μετά βίας. Στην Ερείκουσα οι Δάσκαλοι είχαν τόσους πολλούς μαθητές που δεν προλάβαιναν να μας αναλύσουν την ύλη των βιβλίων ούτε μέχρι την μέση.
Να φαντασθείτε ότι δεν είχα ιδέα τί ήταν τα Σύνολα και μου έβαλλαν δύο προβλήματα συνόλων…ούτε ξέρω τί έγραψα.
Τελικά πέρασα με μικρό βαθμό αλλά εγώ και ο Θείος είμαστε πολύ ευχαριστημένοι.
Δειλά δειλά και βοηθώντας στο μπακάλικο, άρχισα να προσαρμόζομαι στην καινούρια μου ζωή, άρχισα να κάνω φίλους, να γνωρίζω τους καλούς γειτόνους και τα παιδιά της ηλικίας μου και το κυριότερο ότι άρχιζε να μου αρέσει πολύ ο τόπος αυτός με τους απλούς και καλοκάγαθους ανθρώπους.
Οι φιστικιές μοσχοβολούσαν στον αγέρα και η αρμύρα από τον Άγιο Βασίλη έφτανε μέχρι το σπίτι και το μπακάλικο του θείου.
Το φρέσκο ψωμί από τον Φούρνο Αφαία που έφερνε ο θείος Κώστας στις έξι το πρωί στο μαγαζί, ήταν για μένα καθημερινό πρωϊνό καθώς έπαιρνα μία ολάκερη φραντζόλα την άνοιγα στη μέση έριχνα λάδι και από πάνω το πασπάλιζα με ζάχαρη και μέχρι να φτάσω στο Γυμνάσιο το τελείωνα όλο.
Σε κάποιο διάλειμμα βεβαίως ένα μικρό σάντουιτς απ’ την κυρά-Καλλιόπη και πάλι σε φρέσκο ψωμί ήταν απαραίτητο.
Όμορφα χρόνια. Τα πιο όμορφα γιατί πηγαίνανε μαζί με την όμορφη ηλικία. Από δώδεκα χρονών αρχίζεις να γίνεσαι αντράκι. Αποκτάς χαρακτήρα και δημιουργείς προσωπικότητα.
Το περιβάλλον στην ηλικία αυτή παίζει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη και την διαμόρφωση του χαρακτήρα ενός νέου.
Τα παιδιά οι συμμαθητές μου οι άνθρωποι γύρω μου οι γειτόνοι και το χωριό γενικά ήταν ένας σημαντικός παράγοντας για να μου δώσουν στοιχεία που θα καθόριζαν την εξέλιξη του χαρακτήρα μου έστω κι αν έφυγα μετά για την Αμερική.
Στην Αμερική έφτασα περίπου δεκαεξήμισι χρονών, αλλά τα εφόδια που μου είχε δώσει η Αίγινα και το Γυμνάσιο, οι καθηγητές και οι συμμαθητές μου, οι άνθρωποι, το χωριό και η πανέμορφη Πόλη της Αίγινας ήταν ανεκτίμητα.
Στο λιμάνι πολλές φορές περπατούσαμε τα βράδια χαιρετώντας όλους που σεργιάνιζαν από την Αύρα μέχρι την Παναγίτσα.
Πόσες φορές παίξαμε μπάλα στο ‘’Μαρακάνα’’ στον Άγιο Βασίλη!
Πόσες φορές γευτήκαμε τα ωραία γλυκά του Παγούδη!
Πόσες φορές παρακολουθήσαμε τον Σαρωνικό του Τρύφωνα του Ντουντούμη του Πιτσούνια του Γιώτη να παίζει στο γήπεδο και μείς σκαρφαλωμένοι στον τοίχο να κοιτάμε!
Δεν θα ξεχάσω το πυροφάνι στον Φάρο μέχρι την Σκάλα του Καραπάνου τα βράδια του καλοκαιριού με έναν καλό άνθρωπο.
Δεν θα ξεχάσω τα βράδια στο μπακάλικο του θείου που μαζευόταν οι ντόπιοι της γειτονιάς με πρώτο τον Γελαδάκη και επόμενο τον Μπάρμπα Μήτσο τον αδελφό της θείας μου και τα κουτσόπιναν με την ωραία ρετσίνα που έφτιαχνε ο θείος Κώστας στα τρία βαρέλια που είχε στην αποθήκη!
Το μπακάλικο άνοιγε ο θείος και η θεία πάντα στις έξι το πρωί, γιατί όλοι εργάζονταν στις φιστικιές και στα κηπουρικά για να ποτίσουν, αφού πρώτα ψώνιζαν τα τσιγάρα τους και το κολατσιό τους από την Αγροτική Γωνιά του Κατέχη.
Στο μπακάλικο ερχόταν πολύς κόσμος, όλο το χωριό αλλά και όλα τα γύρω χωριά…θυμάμαι που έκανα και ‘’Ντελίβερι’’ οι μπουκάλες το πετρογκάζ ήταν για μένα εύκολη δουλειά και έκανα και καλά τυχερά.
Δυό δραχμές, πέντε δραχμές, κάτι δεκάρες, και εγώ τα μάζευα για να τα έχω στις εκδρομές που πηγαίναμε με το Γυμνάσιο.
Σε μια απ’ αυτές τις εκδρομές στα Καλάβρυτα βρήκα τον Τάσσο τον Μάνεση τον γιατρό τώρα, που είχαν έλθει εκδρομή από την Κέρκυρα την ίδια μέρα και τον συνάντησα στο Μέγα Σπήλαιο.
Χρόνια απίστευτα υπέροχα που δεν συγκρίνονται με τα σημερινά.
Υπήρχε τότε μια αγνότητα στους ανθρώπους που δεν μπορούσες να την αγνοήσεις με τίποτε.
Ακόμα και οι πιο φτωχοί που πάλευαν για το μεροκάματο, φαινόντουσαν πάμπλουτοι με το τεράστιο χαμόγελο που άνθιζε στα χείλη τους όλη μέρα.
Χρόνια πολύ ήρεμα και ήσυχα για όλους.
Η Αίγινα με την μεγάλη Ιστορία από αρχαιοτάτων χρόνων και με την θαυμάσια βιβλιοθήκη στο Καποδιστριακό κτίριο που μπορούσα να βρώ βιβλία και να διαβάσω ότι ήθελα.
Με το μαγαζί του κυρ-Φώτη του Γιώτη που είχε τα πάντα από περιοδικά, εφημερίδες και Μπλέκ.
Η ψαραγορά και τα σουβλάκια του Διονύση.
Τα πλοία που ταξιδεύαν Πειραιά, Μέθανα, Ερμιόνη, Πόρο, Ύδρα, Σπέτσες.
Το Αφαία, το Ελλά,ς ο Πορτοκαλής Ήλιος, το Χαρά, το Μαριώ και τόσα άλλα.
Πολλές φορές νοιώθω πολύ τυχερός όχι μόνο που γνώρισα την Αίγινα και μεγάλωσα εκεί, αλλά πιο πολύ γιατί έζησα εκείνη την δεκαετία του υπέροχου και αναντικατάστατου Εβδομήντα.
Έχω πολλές ιστορίες γραμμένες με το χέρι στα τετράδια μου από την Αίγινα, όλες ωραίες και καλές που μπορεί κάποτε να τις μεταφέρω σε ένα άλλο καινούριο μου βιβλίο… εκτός από μία που με πλήγωσε πολύ και με έθεσε εκτός Αιγίνης……!
Ευχαριστώ
Κώστας Κατέχης
Νέα Υόρκη
Νοέμβρης 2020