”ΕΣΕΤΑΙ ΗΜΑΡ”
Γύρισα λίγο το κεφάλι στο αγέρι
που φρεσκάρισε έξαφνα σαν φώς.
Κάτι σαν ψίθυρος μου φάνηκε πως ήρθε.
Στάθηκα ακίνητος βαθιά συλλογισμένος.
Ποιός ψιθυρίζει μέσα σε τόση μοναξιά.
Τί γλώσσα είναι πάλι ετούτη
που ακούγεται τόσο γνωστή.
Σαν να μιλούσε η Σαπφώ ή η Περσεφόνη.
Ύστερα ανδρική φωνή ωσάν του Ομήρου.
Είδα τα γκρεμισμένα
και κομματιασμένα μάρμαρα
σαν να σαλεύουν στο κιτρινισμένο χώμα.
Αυτό το χώμα που ποτίστηκε με αίμα
και φιλοξένησε χιλιάδες τους νεκρούς.
Συνέχισε ο ψίθυρος να λέει σιγανά,
ζύγωσα λίγο πιό κοντά και κάθισα στην Πέτρα.
Χωρίς θεμέλιο η κολόνα εστέκετο
μεσ’ τους αιώνες, τους αγέρες και το Φώς.
Χιλιοκομμένη μαυρισμένη απ’τη φωτιά.
” Έσεται ήμαρ” μου ψιθύρισε απαλά.
Το βλέμμα σήκωσα στον Ήλιο,
Σάν νά ‘ταν Όνειρο, κύτταξα γύρω για να δώ,
να βρώ το Θείο που μιλούσε.
Και έμεινα εκεί ως το πρωΐ να του μιλώ,
και να του δίνω θάρρος και υποσχέσεις.
Ύστερα έσκυψα και φίλησα το Χώμα
και άκουσα το θρόισμα της Άρπας.
ΚΩΣΤΗΣ ΚΑΤΕΧΗΣ ΚΑΝΑΤΑΣ