Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΑ

Ο Κώστας Κατέχης γεννήθηκε στην Ερείκουσα το 1957 και μετά το Δημοτικό μετακόμισε στην Αίγινα όπου συνέχισε στο Καποδιστριακό Γυμνάσιο του νησιού για τέσσερα επίσης χρόνια. Το 1973 μετανάστευσε στην Αμερική όπου ζει μέχρι σήμερα συγκεκριμένα στην Νέα Υόρκη τον περισσότερο καιρό. Η αγάπη του για τα Ελληνικά γράμματα και τις τέχνες τον έκαναν να ασχοληθεί με την λογοτεχνία και την ποίηση όπου για πολλά χρόνια γράφει και αρθρογραφεί σε πολλά ομογενειακά και ορισμένα Ελληνικά έντυπα. Με την ποίηση ξεκίνησε το 1994 όπου και κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή στην Νέα Υόρκη. Σήμερα ασχολείται με την ραδιωφωνία και την αρθρογραφία σε ομογενειακά μέσα και έντυπα. Η εκπομπή στον Hellas FM είναι συνήθως λογοτεχνική και προωθεί πολλούς αξιόλογους ομογενείς καλλιτέχνες , συγγραφείς και ποιητές…….

Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΑ

Πώς να έρθει η ανάπτυξη
σ’ αυτή την έρμη χώρα,
τα πάντα έχουν πουληθεί
τα υπόλοιπα έχουν κλείσει.
Οι υποδομές δεν επαρκούν
το χρήμα δεν μας φτάνει
χίλια λουκέτα τη χρονιά
και άλλα τόσα ακόμα.
Η ανάπτυξη είναι φάντασμα
και οι δουλιές εφιάλτης
η πολιτεία εγκληματεί
το κράτος σε ματώνει,
οι κυβερνώντες ψεύδονται
για νά’ναι στο σκαμπό τους,
σου παίρνουν νόμιμα το φώς
με το δικό τους νόμο
σου παίρνουν το χαμόγελο
χωρίς να κοκκινίζουν
σου παίρνουν το ξερό ψωμί
σου παίρνουν τον αγέρα.
Ύστερα λένε ανάπτυξη
πως θά’ρθει από το τούνελ
θά’ ρθει απ’τα έγκατα της γής
θά’ρθει απ’το σκοτάδι.
Και συ χορτάτος με ψευτιά
σε μιά γωνιά ξενύχτης
ψάχνεις στην κάλπη για να βρείς
τη σκοτωμένη ανάσα.
Εκείνη που σού τάξανε
και που ποτέ δεν πήρες
όπως και τά’ λλα του λαγού
τα χιλια πετραχήλια.
Τώρα κοιτάς αποβραδύς
στη λερωμένη οθόνη
βλέπεις τα ύφη σκυθρωπά
τα μάτια μαυρισμένα,
ξένοι σου παίρνουνε τη γή
άλλοι την αφωδιά σου
άλλοι τους νόμους σου φοραν
κι άλλοι σε τρογυρίζουν.
Με τη θηλιά στο κόκκαλο
και το σκοινί στο δέντρο
ούτε μιά λέξη δεν μπορείς
<<ανάπτυξη>> να αρθρώσεις,
μεσ’ το λαιμό το σάλιο σου
πνίγει την κάθε ανάσα
με τό’να πόδι στό σφυρί
και τ’άλλο στο σκεπάρνι.
Οι αφέντες σε πετροβολούν
γιατί ζητάς μιά μέρα
αφου δεν ξέρεις το παιδί
μή σου χαθεί στα χέρια.
Τα πήραν όλα, κι έμεινε
ο κρότος της ψυχής σου
στα μάτια κατακόκκινο
το δάκρυ ξεραμένο,
στο στήθος η παλιά πληγή
η μαυρισμένη αγάπη
για κείνα που ξεμάτωσες
και γκρέμισες τα στήθια.
Τις πέτρες του παλιού σπιτιού
του ασβέστη στα ντουβάρια.
Κι έμεινες μόνος να λυγάς
με τον καυμό στο σβέρκο
στην ομωπλάτη τις βαριές
της πίκρας αναμνήσεις.
Ξέρεις πως δεν σε θέλουνε
είσαι πιά κουρασμένος
είσαι φτωχός σε φτώχειναν
έντεχνα και καπάτσα,
φύγε σου λεν τ’ αφεντικά
πήγενε αλλού να σβήσεις
ξένους θα φέρουμε εδώ
εσύ πια δεν μας κάνεις…..

Κ.ΚΑΤΕΧΗΣ

LinkedIn
Share
error: Content is protected !!