Η ΒΑΡΚΑ ΑΠΟ ΤΟ ΣΙΔΑΡΙ
Το μαΐστρο είχε δυναμώσει για καλά και ο αγέρας σφύριζε από το Κάτεργο σα να ‘λεγε ότι θα το κρατήσει μέχρι αργά το βράδυ με την ίδια ένταση. Εμείς μαζεμένοι στο μόλο περιμέναμε να φανεί ο Γιώργος από το Σιδάρι αλλά δυσκολευόμαστε να δούμε το καΐκι λόγω φουρτούνας. Ο αγέρας και η θάλασσα σκέπαζαν ακόμα και τις φωνές μας στο Πόρτο όπου κατεβαίναμε όλοι κάθε φορά που θα ερχόταν το καΐκι και περιμέναμε με ανυπομονησία το επικίνδυνο ταξίδι με τέτοιο καιρό. Πολλοί από μας ανεβαίναμε στα πετσαλά, εκεί στου Λούτσι, για να δούμε από ψηλότερα και να αντικρύσουμε το καΐκι που ερχόταν από το Σιδάρι, δηλαδή τη «βάρκα» από το Σιδάρι. Με πολύ κόπο καταφέρναμε να διακρίνουμε το σκάφος όπου μια πάνω μια κάτω μέσα στα θεόρατα κύματα και με τη πλώρη να σκάει από κύμα σε κύμα και να ανεβαίνει ξανά και ξανά και να ξεπετιέται σαν να το τίναζε η θάλασσα που ανάμεσα σε δύο από αυτές κατέβαινε και εξαφανιζόταν, αμέσως όμως σαν το θεριό ξεχύνονταν με την πλώρη στο κύμα και σκίζοντάς το αρμένιζε ενάντια στα μποφόρια της μαϊστραλάδας και ζύγωνε ωσάν ο ταύρος που ξαμόλησε ο Δίας για να ξεπεζέψει ο Απόλλωνας και να φέρει το καλό χαμπέρι στην Περσεφόνη.
Κοιτούσαμε όλοι με δέος και θαυμασμό το πάλεμα του καϊκιού με τα άγρια κύματα, εγώ για την ακρίβεια με πολύ ζήλια, γιατί ήθελα να ήμουν μέσα, δεν ξέρω αλλά η φουρτουνιασμένη θάλασσα που ασπρογάλαζε με μανία, πολύ με συγκινούσε και ακόμα με συγκινεί. Το καΐκι όλο και ζύγωνε σιγά και σταθερά, ο μπάρμπα Γιώργης ο Μπλάκης στο τιμόνι καπετάνιος από μικρός ήξερε τη θάλασσα όπως ήξερε και τη κυρά του, τη Μαριέττα, που ήταν πάντα μαζί του σε όλα τα ταξίδια όσο δύσκολος και άσχημος κι αν ήταν ο καιρός. Τον ζήλευα πάντα γιατί ο καπετάνιος αυτός είχε δύο μεγάλες αγάπες, τη θάλασσα και την Μαριέττα. Σίγουρα ο μπάρμπα Γιώργης έχει την ζωή του γεμάτη από όλα, πλήρης από ευτυχία και ευχαρίστηση. Γυνή και θάλασσα ήταν όλα δικά του. Αν αυτό δεν είναι απόλυτη ευτυχία τότε τι είναι ! Η θάλασσα του έδωσε ζωή, θάρρος, περιπέτεια και συγκίνηση, φόβο και ελπίδα, η Κυρά Μαριέττα του έδωσε το λόγο και τη συντροφιά για αυτό και φυσικά την οικογένεια με τρία υπέροχα παιδιά. Τι να πρωτογράψω για τα ταξίδια από Σιδάρι—Ερείκουσα τόσα χρόνια από τότε που γεννήθηκα μέχρι πριν λίγα χρόνια που σταμάτησαν λόγω ηλικίας και λόγω άλλων μεγαλυτέρων σκαφών που ανέλαβαν δρομολόγια σε αυτές τις άγονες γραμμές.
Σαν το καΐκι άρχιζε να μπαίνει στο απάγκιο του νησιού που έκοβε το μαΐστρο σιγά σιγά, τότε αρχίσαμε και μείς να αναγνωρίζουμε το σκάφος που ζύγωνε και με τη Μαριέττα να αλωνίζει από άκρη σε άκρη της κουπαστής από την πρύμη στην πλώρη προετοιμάζοντας τους κάβους, τις στρομάτσες και ότι άλλα σχοινιά χρειαζόταν, εφόσον ο αγέρας στο μόλο ήταν δυνατός και θα έπρεπε να δέσουν έξτρα κάβους και μείς κοιτούσαμε όλοι κατηφορίζοντας από το λοφίσκο προς το μόλο και βλέπαμε το σκάφος που ήδη είχε κάνει κράτει με τη Κυρά καπετάνισσα μούσκεμα από την άρμη που έλουζε όλο το κατάστρωμα από τα κύματα και το ίδιο ο καπεταν Γιώργης, μόνο που και οι δυό τους έλαμπαν από το πελώριο χαμόγελο και την καλοσύνη που τους κατείχε, όχι μόνο γιατί έτσι ήταν και οι δύο, αλλά και γιατί μετά από τέτοια φουρτούνα κατέληγαν στο αγαπημένο τους λιμάνι του νησιού μας.
Για λίγο το μυαλό μου γυρνούσε στο «Γιούσουρι» του Καρκαβίτσα, από «Τα λόγια της πλώρης» σε κάτι τέτοιες στιγμές και καθώς κατέβαινα και γω από το πετσαλό και με παράσερνε το κύμα όπως θα έλεγε και ο ποιητής.
Ο μόλος είχε γεμίσει κόσμο, όλοι περίμεναν κάτι. Επιβάτες δεν υπήρχαν αυτή τη φορά. Κανείς δεν είχε τη δύναμη του Γιώργη και της Μαριέττας για να ταξιδέψει. Γι αυτό τους θαυμάζαμε πιο πολύ.
Το πρώτο πράγμα που έβγαινε από το πρυμνιό αμπάρι ήταν το φρέσκο και ζεστό ακόμα ψωμί από το φούρνο του Σιδαριού. Ύστερα έβγαιναν τα άλλα μπαγκάζια και τρόφιμα, λίγα φρούτα και λαχανικά για το Χαριλαΐτσι και τελευταία τα σακιά με το αλεύρι και τα βαρύτερα από το μπροστινό αμπάρι. Το καΐκι δεν έπρεπε να έχει πολύ φορτίο στη φουρτούνα, αλλά έπρεπε να έχει όσο χρειάζεται για να ταξιδεύει καλύτερα και ο καπετάνιος το γνώριζε αυτό καλά.
Το δρομολόγιο αυτό που έκανε ο αείμνηστος Μπάρμπα Ντίνος Μάνεσσης, Μπλάκης όπως συνηθίζαμε τα παρατσούκλια αντί των επωνύμων ,που ίσα που τον θυμάμαι μικρός , το ανέλαβε ο γιός του ο Γιώργης, όπου και τον θυμάμαι όλη μου τη ζωή να ταξιδεύει Σιδάρι—Ερείκουσα, αλλά και κάπου κάπου Οθωνούς και Μαθράκι με την αγαπημένη του Μαριέττα και την «βάρκα» του, όπως συνηθίζαμε να λέμε το καΐκι.
Ο καπετάνιος και η καπετάνισσα έφερναν στο νησί τα πάντα, ακόμα και ένα βελόνι αν τους παρήγγειλλαν από το νησί, κι αυτό ερχόταν. Αυτό που έκαναν δεν ήταν εργασία, ήταν κάτι πολύ ανώτερο και δυνατότερο από αυτό. Ήταν η ευχαρίστηση και η ευτυχία του καλού και του ωραίου μέσα στις δυσκολότερες και φοβερότερες καιρικές συνθήκες που η ανθρωπιά ξεπερνούσε τα όρια της δουλειάς και γινόταν μεγαλύτερη από τις δυνάμεις τους, καταλήγοντας στο λιμάνι της αγάπης, της καλοσύνης και της προσφοράς.
Το μεγάλο μου παράπονο ήταν πάντα το ότι κανένας φορέας του κράτους, της νομαρχίας, των λιμενικών, των δήμων και κοινοτήτων και των συλλόγων, ποτέ δεν κατάφεραν να δώσουν μια τιμητική διάκριση βραβεύοντας και τιμώντας κάποιους πραγματικούς Ήρωες καπεταναίους σαν τον κ. Γιώργο Μάνεσση Μπλάκη και την κ. Μαριέττα Μάνεσση, αλλά και όλους τους άλλους καπεταναίους του νησιού που θαλασσοπνίγονταν για ένα κομμάτι ψωμί για τους απομακρυσμένους νησιώτες και για τον εαυτό τους. Ο Μπαμπα Τσάντος ο Μπαμπίνης , ο Αντρέας ο Νάπας, ο Γιοσύφης ο Μπλάκης, ο Γιώργης ο Νάπας, ο Περικλής Μητσιάλης, ο Χρήστος Κασίμης, «Μπότσαρης» ο Μίτσης ο Κανατάς, ο Τζώρτζης ο Μπότος ,έπρεπε να είχαν αναγνωρισθεί μαζί με τον Γιώργη και τη Μαριέττα ως ήρωες της θάλασσας και των νησιών μας. Χωρίς να ξεχνάμε και τους παλιούς καπεταναίους των άλλων δύο νησιών, των Οθωνών και του Μαθρακίου.
Σήμερα στα νησιά ταξιδεύουν πλοία μεγάλα, που μεταφέρουν αυτοκίνητα και πολλά άλλα αγαθά και υλικά με πολύ ευκολία, σήμερα ταξιδεύουν ελικόπτερα και υδροπλάνα με την απόσταση να εκμηδενίζεται εύκολα και γρήγορα. Όμως με την παραμικρή φουρτούνα και λίγα μποφόρ όλα ακινητοποιούνται γιατί δεν έχει κανένας το τσαγανό των παλαιών καπεταναίων και δεν γνωρίζουν τους αγέρηδες και τα κύματα όπως εκείνοι.
Εδώ στην Αμερική τόσα χρόνια, γνώρισα τους διασημότερους και πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου. Όμως ούτε για μια στιγμή δεν ζήλεψα τα πλούτη και τη φήμη τους. Ο χαρακτήρας τους δεν συγκρινόταν με όλο το χρυσάφι του κόσμου σαν τον χαρακτήρα του Μπάρμπα Γιώργου και της κυράς Μαριέττας
Σε αυτούς τους ανθρώπους λοιπόν που θαλασσοπνίγονταν για να μείνουν τα νησάκια μας ενωμένα με τον κόσμο και ζωντανά από όλους εμάς, χαρίζω πρώτα την αγάπη μου και αμέσως μετά τον θαυμασμό μου, την εκτίμησή μου και τον απέραντο σεβασμό μου γιατί είναι οι μόνοι άνθρωποι που ζήλεψα πολύ στη ζωή μου.
Αυτοί οι ωραίοι άνθρωποι με έμαθαν να ταξιδεύω ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές, σαν κλείνουν τα μάτια και ο νους αρμενίζει σε βουβές και επικίνδυνες θάλασσες. Είναι παράξενο πόση γαλήνη βρίσκεται μέσα μου όταν ονειρεύομαι φουρτουνιασμένες θάλασσες, μαΐστρα και τραμουντάνες, σιρόκους λεβάντες και βοριάδες που βουίζουν νυχτιάτικα κάνοντας τη θάλασσα να σέρνεται στις ξέρες και να χτυπιέται με Ποσειδώνια δύναμη και Ηράκλεια μανία.
Και κλείνω με ένα στοίχο του μεγάλου Νίκου Καββαδία που τα λέει όλα……..
“Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων
και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων”…….
«Αφιερωμένο στον Πλούταρχο, στην Κική και στη Μαρία» Kostas D. Katehis