μώλε μαϊστροδαρμένε
άγκυρες που σκουριάσατε
σκοινιά που δεν ξεχνάτε.
Τα καΐκια σου βυθίστηκαν
τα ξάρτια χαμηλώσαν
και τα πανιά σας λύγισαν
οι βάρκες δεν μονιάζουν.
Δεν ήταν τότε που άραζε
στον Άμμο ο Γκιαζίμης
στα Φύκια ο Νάππας που έβγαινε
στο Πόρτο ο Γιοσύφης.
Σαν ανεβαίναμε ψηλά
στα πετσαλά να δούμε
αν το καΐκι εφάνηκε
στην Άγια Αικατερίνη.
Η μήπως και ακούστηκε
η βάρκα απ’ το Σιδάρι
κι αν το μαΐστρο έκοψε
κι ο άνεμος ελυπήθη.
Γερά εδέναν τα σκοινιά
οι άγκυρες βαραίναν
στο Φύκι ο άμμος εβάθαινε
κι οι πέτρες σε φοβούνταν.
Τώρα φεγγάρι η ερημιά
Ήλιος δεν ανατέλει
ακόμα τα παλάντζα σου
σκέτη σκουριά γιομύζουν.
Των καΐκιών οι μυρωδιές
και των δυχτιών η βρώμα
οι βάρκες που χαθήκανε
δεν έχουν πια κουράγιο.
Οι καπετάνιοι πέθαναν
οι ναύτες μετανάστες
και τα σκοινιά σαπίσανε
οι άγκυρες χαθήκαν.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΤΕΧΗΣ