ΜΑΝΝΑ
Απλό το φως που μου’ δωσες
λιτό σαν κυπαρίσι.
Ο λόγος σου μοσχοβολιά
τα μάτια σου ταξείδια.
Τα χέρια σου μόνο μυρωδιές
μας χόρτασαν ψωμί.
τόσο που φάγαμε γλυκό
ξανθό κι αφράτο αλεύρι.
Το ζύμωνες ,το φούρνιζες
χορτάσαμε κουλούρι.
Ποια Άγια δεν σε ζήλεψε,
ποιος Άγγελος δεν είδε !
Ακόμα κι αν με μάλωνες
μέλι είχες στα χείλη.
Ποτέ σου δεν πτοήθηκες
σαν κούρασες το σώμα,
ποτέ δεν είπες δεν μπορώ
μήτε όποτε σταμάτησες
την δύσκολη ανηφόρα.
Έχτιζες σπίτια
κήπους και ουρανούς
να μας σκεπάζεις όλους.
Παλάτια στους ωκεανούς
αυλές ,να πλέκουν οι Αγγέλοι.
Το γιορτινό τραπέζι σου
μια αφράτη μελωδία,
ένας παλμός καλής καρδιάς
απέραντη ευωδία.
Με μια ψυχή που χώρεσε
τον κόσμο το μεγάλο,
με μια αγγαλιά που μπήκαμε
όλοι να ζεσταθούμε.
Τα μάτια έκλεισες γλυκά
για μια στιγμή κουράστηκες
σε πήρε ο Άγγελος ψηλά
και έφτασες στα ουράνια.
Εκεί όλοι γονάτισαν
προσκύνησαν τη ΜΑΝΝΑ
σου φίλησαν ευλαβικά
το χέρι οι Αρχαγγέλοι.
Άγιοι και Όσιες έσκυψαν
με σέβας Θεϊκό,
σε καλωσόρισαν γλυκά
κι αντίδωρο σου έδωσαν.
Στο Θρόνο δίπλα σ έβαλαν
να είσαι εκεί για πάντα.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΤΕΧΗΣ