ΜΕΙΝΕ
Μύριζε, και μη σταματάς, τα ρόδα και τα κρίνα
κι όλης της Άνοιξης το φώς και τα κλαδιά στο χώμα.
Μύριζε την πατημασιά στα ιδρωμένα σκίνα
και το ρυάκι που κυλά πάνω στην πέτρα ακόμα.
Ρίχνε στο ξέφωτο ματιά μόλις ξανοίξει πλέρια
τις μυρωδιές του φεγγαριού τη νύχτα να θυμάσαι.
Να λες πως έζησες το φώς παρέα με τ’ αστέρια
στην αγγαλιά της κούρασης ήσυχα να κοιμάσαι.
Λέγε πως κλαίς χωρίς ντροπή, για το θυμό στη Γή σου
για το μεγάλο μυστικό που σε κατρακυλάει
και που σου κόβει την ψυχή και το γερό κορμί σου
σαν την ανάσα που λυγά και σε αγκομαχάει.
Μείνε σαν βράχος στη βροχή και στο μεγάλο ρέμα
πάτα γερά στην χλωρωσιά να μην παραπατήσεις,
Μείνε αμέτοχος και νιός μεσ’ το πελώριο ψέμα
και την καρδιά χαμόγελα απ’ τον Ήλιο να γεμίσεις.
Έτσι θα δείς το μέγα Φώς που καίει σαν το αίμα
και θα στεριώσεις τη φωνή που αλλαφιασμένα τρέχει
μέσα στου κόσμου το τρανό και βαλτωμένο ρέμα
για να να μπορέσει η λευτεριά το νού σου να κατέχει.
ΚΩΣΤΑΣ Δ.ΚΑΤΕΧΗΣ ΚΑΝΑΤΑΣ