ΜΙΚΡΕΣ ΣΙΩΠΕΣ
Μικρές σιωπές στα μάτια μου, το βλέμμα αναστατώνουν
ψάχνουν το Φώς στου φεγγαριού την άκρη, που νυχτώνει
και με τ’αστέρια του Ουρανού την Άνοιξη ανασταίνουν.
Άνθρωπο οίδα, μα δεν θαρρώ η Γης να ξεδιψάσει
σε κάποιας Δόξας το στρατί και της καμένης πέτρας.
Όλα τριγύρω πλέκονται στης άρνησης τα μέρη
και στων Βωμών τις Κυριακές που αλλάζει η πούλια χρώμα.
Άν η ψυχή ένα πρωί κάμει καινούρια στάση
και ξεκουράσει το κορμί το χιλιοκουρασμένο,
ίσως πλανέψει τις κορφές των άλλων οριζόντων
και απαγγιάσει σε Ναό και σε κρυφό Μαντείο.
Ίσως να βρεί εκεί στ’ απόκρυφα την Λύρα του Αισώπου
και με τη Άρπα του Ερμή σκαλίσει μονοπάτια,
που θα μας βγάλουν στ’ ανοιχτά του πέλαγου τις μνήμες.
Εκεί που βρήκε το κερί ο ξένιος Οδυσσέας
και άστραψε του Ομήρου Φως στη Γή και ξεδιπλώθη.
Και αν η Κίρκη κουραστεί στου ταξιδιού τη μήτρα
ας πάρει απ’ τα πλεκτά μαλλιά τις φτερωτές κορδέλες
πανιά να φτιάξει γιορτινά να γνέφουν στους ανέμους.
Και να στεριώσουν οι μικρές σιωπές απ΄των ματιών μου
το βλέμμα και να ξενυχτούν στην αγκαλιά της Φρύνης.
Έτσι και εγώ θα δικαιωθώ και θα χρυσοπληρώσω
των περασμένων μου εποχών τα χρέη των Ερυνίων
στα πρόσωπα των κοριτσιών και των ματιών την τέρψη
και σαν άλλος Απόλλωνας να ξεχαστώ μαζί τους.
Κ.Δ.ΚΑΤΕΧΗΣ