ΞΕΝΟΣ
Σέρνει η ζωή τα πτώματα
νεκρούς κι ολοκαυτώματα,
και συ κοιτάς τη μαύρη Γή
που ξαφνικά αιμορραγεί
σκάβοντας λάκκο για να θάψεις
και την υπόσχεση να κάψεις.
Ύστερα φεύγεις μακρυά
αναζητώντας γιατρειά
στην άλλη όχθη απ’ το ποτάμι
που λένε Ανάσταση θα κάμει.
Μα στο ποτάμι τρέχει το αίμα
αυτών που γράψανε το ψέμα,
και συ μονάχος τριγυρίζεις
εκεί που άλλο δεν ορίζεις.
Ξένος στην ίδια σου Πατρίδα
χωρίς ανάσαμα κι ελπίδα.
κοιτάζεις γύρω, απελπισία,
του ποταμιού η υγρασία
τα κόκαλά σου βελονιάζει
στης μαύρης Άνοιξης τ’ αγιάζι.
Βάζεις σημάδι το όνειρό σου
με την ανάγκη στο πλευρό σου
και λες πως θα ‘ρθει εκείνη η μέρα
που θα χαθεί μες τον αγέρα
η μαύρη όψη του θανάτου
του πάνω κόσμου και του κάτου.
Παίρνεις ανάσα επιτέλους
την προσευχή σου προ του τέλους,
και γκρίζα σύγνεφα ταράζουν
την ερημιά σου που σου τάζουν.
Ήρθε το τέλος και σε δένει
στην άγρια κόλαση την ξένη
και λες πως βρέθηκες εκεί
στην κλειδωμένη φυλακή.
Εκεί που θα σου γίνει ένα
η μοναξιά με τον κανένα.
Κ.Δ.ΚΑΤΕΧΗΣ