ΟΝΕΙΡΟ
Άντεξε πάλι σήμερα
το βλέμμα μου στον Ήλιο,
τι κι αν τον έκρυψε η βροχή,
τι κι αν κρυφοκυτούσανε
τα αστέρια όλη μέρα.
Σκιά δεν έμεινε θαρρώ ,
κι ο αγέρας δεν λυπάται.
Και εγώ στην πέτρα
την δαρμένη από το κύμα,
μέρα και νύχτα αναμετρώ
στα όνειρά μου,
που στέκονται αγνάντι
από την φουσκοθαλασσιά.
Σαν νά ‘ταν χτες που ξύπνησα
στην άκρη του γιαλού
κι αγνάντεψα τον Ήλιο
πρώτη μέρα.
Ύστερα από δύό χιλιάδες χρόνια.
Και κει πάνω στο κύμα του γιαλού
άρπαξα ξαφνικά την Λευτεριά μου
και σηκώθηκα.
Την φόρτωσα στους ώμους
και περπάτησα.
Πάνω στις πέτρες και στην άμμο
που γλιστρούσαν,
και με την τρίτη προσοχή, πέρασα
στην αντίπερα όχθη της νυχτιάς.
Ώσπου ξημέρωσε ο Ήλιος πάλι πρώτος
Λεύτερος, λαμπερός κι αυτός όπως και εγώ.
Κι ανάσανα βαθιά της θάλασσας την αύρα
και το ιώδιο του γιαλού πέρασε στην ψυχή μου,
ελεύθερος και δυνατός
μετά απ’την καταιγίδα.
Χωρίς να ξέρω γιατί η μέρα άργησε τόσο
και το ξεκίνημα έγινε
ελπίδα που μοσχοβολούσε
στου φλοίσβου την οχλοβοή.
Και μένα η ματιά μου γιγαντώθηκε
στης Μάνας μου το κάλεσμα.
Κ.Δ.ΚΑΤΕΧΗΣ