ΟΡΘΙΟΣ ΚΑΙ ΠΕΡΗΦΑΝΟΣ ΚΑΙ ΔΗ ΚΑΤΟΥΡΗΜΕΝΟΣ
Σηκώθηκα σε μια στιγμή να πάω στο κουντούντο
Και τρόμαξα στα ξαφνικά τρείς μπάτσοι από μέσα
που με περικυκλώσανε έτοιμοι να με πάρουν
Και να με πάνε φυλακή και να με κλείσουν μέσα
Τους λέω τί κάνετε παιδιά πρέπει να πάω στο μέρος
Τι κατουριέμαι απάνω μου και θα βραχεί το φλόρι
Εκείνοι με κοιτάξανε και μού παν πως δεν πάω
Αφού έχουνε διαταγές οι όρθιοι να πληρώνουν
Μόνο αν είσαι καθιστός σε τούτη την ταβέρνα
Μπορείς να φας ότι αγαπάς και το κρασί να πίνεις.
Και όταν έρθει η στιγμή να κάνεις προς νερού σου
Έχε κοντά ένα πλαστικό μπουκάλι και γέμισέ το.
τους λέω κύριοι Αστυνομικοί αυτά δεν ξαναγίναν
να κινδυνεύω φυλακή απ’ το κατούρημά μου
μου λένε είναι διαταγές του Κούλη και του Χάρδα
και δεν θα κάνουμε αλλιώς γι’ αυτό ακολούθησέ μας.
Εγώ εκεί αγανάχτησα τα πήρα στο κρανίο
Και άρχισα να τραγουδώ την ξαστεριά του Νίκου
Πότε θα κάμει ξαστεριά εφώναζα ο καημένος
Κι οι μπάτσοι με αλυσόδεσαν και με τραβήξαν μέσα
Εγώ φωνές τραγουδιστά και θυμωμένος κάργα
Αντιστεκόμουν στα όργανα και δεν έμπαινα μέσα…
Ώσπου η στιγμή του κεραυνού η αναμενομένη
Έφτασε στο απροχώρητο μόλις μπήκα στην κλούβα
Και κατουρήθηκα εκεί αφού άλλο δεν μπορούσα
Και τα κάνα όλα ρημαδιό βρεγμένος πάνω κάτω…
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΤΕΧΗΣ ΚΑΝΑΤΑΣ
ΑΔΙΚΗΜΕΝΟΣ ΦΩΝΑΚΛΑΣ.