ΟΤΑΝ ΝΥΧΤΩΝΕΙ
Νύχτωσε απόψε από νωρίς
και η νύχτα δεν λυπάται
ούτε ο αγέρας και η βροχή
την λύπη δεν φοβάται.
Γέρνει από τη πολλή βοή
το σώμα να ξεχάσει
και γίνεται η καρδιά βολή
που στόχο έχει χάσει.
Σβήνει απαλά στου κεραυνού
την άκρη το κεφάλι
κι αστράφτει από την κραυγή
που με αίμα ανοίγει πάλι.
Δεν με ρωτάς δεν απορείς
που τόσο έχω λυπίσει
την άκρη της ελπίδας μου
και μέ ‘χει πιά νικήσει !
Μόνος γυρίζω ολημερίς
το βράδυ προσκυνάω
την άδεια την απέραντη
καρδιά σου και πονάω.
Κι είμαι γεμάτος από χτές
στο στήθος αναμνήσεις
από εκείνες που έριξες
στο δρόμο, να με σβήσεις.
Πιό δυνατά δεν μπόρεσες
τη λύπη να ματώσεις,
και να με ρίξεις στη σιωπή
και ‘κεί να με σκοτώσεις.
Κ.Δ.ΚΑΤΕΧΗΣ
ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ
ΙΟΥΛΙΟΣ 2020