Ο ΚΟΥΤΣΟΥΡΗΣ

Ο Κώστας Κατέχης γεννήθηκε στην Ερείκουσα το 1957 και μετά το Δημοτικό μετακόμισε στην Αίγινα όπου συνέχισε στο Καποδιστριακό Γυμνάσιο του νησιού για τέσσερα επίσης χρόνια. Το 1973 μετανάστευσε στην Αμερική όπου ζει μέχρι σήμερα συγκεκριμένα στην Νέα Υόρκη τον περισσότερο καιρό. Η αγάπη του για τα Ελληνικά γράμματα και τις τέχνες τον έκαναν να ασχοληθεί με την λογοτεχνία και την ποίηση όπου για πολλά χρόνια γράφει και αρθρογραφεί σε πολλά ομογενειακά και ορισμένα Ελληνικά έντυπα. Με την ποίηση ξεκίνησε το 1994 όπου και κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή στην Νέα Υόρκη. Σήμερα ασχολείται με την ραδιωφωνία και την αρθρογραφία σε ομογενειακά μέσα και έντυπα. Η εκπομπή στον Hellas FM είναι συνήθως λογοτεχνική και προωθεί πολλούς αξιόλογους ομογενείς καλλιτέχνες , συγγραφείς και ποιητές…….

Λοιπόν….

Γεννήθηκα την εποχή που λόγω ανεργίας και κρίσης, όλοι οι άνδρες γύρισαν στα σπίτια τους και φυσικό επόμενο ήταν να γεννηθούν πολλά παιδιά τα χρόνια εκείνα.

Γεννήθηκα όμως ξημερώνοντας του Άι Σπυρίδωνα αλλά δεν με είπαν Σπύρο λόγω του ότι είχα ήδη δύο αδελφούς με το όνομα αυτό, και φυσικά με την βοήθεια της θειά Γκέλως που ξεγέννησε τη μάνα μου στό σπίτι τέσσερις η ώρα το πρωί.

Λόγω ελείψεως φυσικά μοιράστηκα τα σπάργανα, τις πάνες, με τον Βασίλη και τον Μπέμπη.

Σαν πέρασαν λίγοι μήνες και με κολπίρησε το γάλα της Μάνας μου με βάφτισαν Χριστιανό όπως επιθυμεί η Θρησκεία και η Εκκλησία τόσους αιώνες τώρα.

Αργότερα με πήγαιναν στην Εκκλησία κάθε Κυριακή και κάθε Γιορτή και έτσι έμαθα  το <<κύριελέησον>> και πολλά άλλα που ψέλνανε με κάκιστες φωνές οι ψαλτά δες και ο Παπάς του νησιού ο Κουτσούρης.

Φυσικά ο Μπαρμπαγιανάκης σχεδόν δεν ακουγόταν καθόλου…λίγο να ξεροβήχαν η Πάπαινα και η Θεια Λισάβε τον εξαφάνιζαν.

Είχα την ευκολία να αποστηθίζω ότι λέγανε στην Εκκλησιά ο Παπάς και ο ψάλτης. Τα είχα μάθει σχεδόν όλα πρίν ακόμη πάω στην πρώτη Δημοτικού.

Ακόμα καλλίτερα είχα την δυνατότητα να διαβάζω και να γράφω πρίν να μέ βάλουν στό σχολείο και να με χαστουκίσει ο Δαμασκής την πρώτη ακριβώς μέρα και ώρα, υποθέτω έτσι για να μου σπάσει τον τσαμπουκά όπως λέγανε οι μεγάλοι .

Ξεκινούσαμε με το <<πάτερ ημών>> και τελειώναμε με το <<Δι ευχών>>  όπως λέει και η Αλεξίου.

Μου φαίνονταν όλα παράξενα, προσπαθούσα να εξηγήσω στον εαυτό μου γιατί με τραβάνε από δώ κι από κεί, αλλά προπάντων γιατί με βάλανε σχολείο , αφού ήδη ήξερα να γράφω και να διαβάζω…!

Νόμιζα ότι δεν με θέλανε και με διώχναν απ΄το σπίτι….και τις Κυριακές επίσης, πήγαινα στην εκκλησιά για να μην γυρίζω και αλητέψω.

Μα τό νησί ήταν όλο κι όλο ένα χαστούκι χωρίς τίποτε παρά μόνο τα σπίτια ένα σχολείο και δύο εκκλησιές, όπως και δυό τρία καφενεία και το μπακάλικο του Νάπα.

Από τότε έλεγα ότι οι εκκλησιές ήταν  πάντα περισσότερες από τα σχολεία.

Στην λειτουργία τις Κυριακές δέκα γυναίκες μέσα στον γυναικωνίτη και καμιά ντουζίνα άντρες που καπνίζανε  ακουμπισμένοι στο μουράγιο της εκκλησιάς και κουβέντιαζαν ώσπου να τελειώσει και να πάνε στο καφενείο.

Πόσες φορές δεν βγήκε ο Κουτσούρης με τις φωνές και ένα καλάμι, όχι για να μπούνε μέσα, αλλά για να μην κουβεντιάζουν δυνατά και χάνει την ροή της ψαλμωδίας…….

Εγώ πάντως μεγάλωνα και είμουν πάντα άπιαστος σε όλα. Στο τρέξιμο δεν με έπιανε κανείς ούτε και στα παιγνίδια. Στα σκλαβάκια πρώτος, στο κρίκετ πρώτος, στην κρουψιώνα πρώτος, στα πεντεγούλια δεύτερος , πρώτη η Κίκη, στην τριώδα πρώτος ,στο τόξο στη σφεντόνα στις παγίδες και στις πλάκες για τρυγόνια πρώτος.

Σιγά σιγά το μικρό νησί άρχισε και δεν με χώραγε. Λίγες φορές που είχα πάει στή Χώρα με τον πατέρα μου είχα πολύ εντυπωσιασθεί και νόμιζα ότι ήμουν σε άλλο κόσμο.

Τα γλυκά ψωμάκια με το βούτυρο και το μέλι με είχαν ενθουσιάσει και ήταν το μόνο που ζητούσα κάθε φορά που με έπαιρνε στην Πόλη ο πατέρας μου.

Μιά μέρα έτυχε να βρεθώ σε μιά λειτανεία με πολλούς λαμπροντυμένους παπάδες και Δεσποτάδες σαν να ήταν Βυζαντινή Σταυροφορία  και πολύ κόσμο από πίσω που γυρίζαν της πόλης τους δρόμους και τα καντούνια για να βοηθήσει ο Αϊσπυρίδωνας να βρέξει…..

Ο πατέρας μου με μάλωσε γελώντας και αυτός γιατί γελούσα και κορόιδευα όλους αυτούς που σέρνονταν και ψέλνανε αργά σαν να ήταν παλιό κινηματογραφικό έργο αποκριάτικης φαντασίας.

Ήδη ο Κουτσούρης με είχε αποπέμψει να μην ζυγώνω κοντά του , από την ημέρα που φώναζα στη γειτονιά πως έβγαλε τη λάλα του και την έδειξε του Κωστάκη και το επόμενο απόγευμα ήρθε στο σπίτι και απαίτησε από τη μάνα μου να με φέρει μπροστά του να με βαρέσει με τη βέργα που κρατούσε στο χέρι του.

Φυσικά η μάνα μου του είπε πως είμουν στις πλάκες για τρυγόνια στον Ασμήλαγκα και εκείνος έφυγε άπραγος….από τότε βέβαια ούτε εκκλησία ούτε κοντά δεν περνούσα από όπου ήταν ο παπάς.

Eίχα ακούσει πολλές ιστορίες για τον παπά  και τα παιδάκια που έμπαζε στο κελί του και τί τους έκανε αλλά δεν μπορούσα να πώ τίποτε γιατί ήταν απλές ιστορίες που τις λέγαμε τα παιδιά.

Όμως σε μιά συζήτηση με τον μπάρμπα——-, μου εκμνηστηρεύθηκε ένα μυστικό που τό κρατούσε σφραγισμένο δεκάδες χρόνια….

Δέν θα το πείς πουθενά μου είπε….και εγώ χαμογέλασα.  Ήθελα να του πώ, αν δεν θες να το πώ πουθενά, γιατί μου το λές….

Χειμώνας βαρύς, κρύο και σκοτάδι, Άδης λήστιμος και δεν έβλεπες τη μύτη σου δύο η ώρα το πρωί…

Το καίκι όμως, λόγω μαϊστραλάδας, αγκομαχώντας αργά αργά με την Αξελού στο ρελαντί, μή μπορώντας να γυρίσει για το Κασώπι και λόγω που είχε πέσει  σκοτάδι, με σινιάλο το Φανάρι που άναβε κάθε δυό λεπτά, προχωρούσε πανικόβλητο σκίζοντας αργά τις μεγάλες θάλασσες για να φτάσει καταμεσίς ώστε να καταλαγιάσει το κύμμα που θα το έκρυβε πια το σώμα του νησιού.

Το σκοτάδι βαρύ, ο καπετάνιος και ο μηχανικός και οι δύο επιβάτες που πάλευαν μέσα στη νύχτα, κατάφεραν μετά από πολλές ώρες και όταν πιά έιχαν περάσει τα μεσάνυχτα, να ζυγώσουν κοντά και πλησιάζοντας στην άμμο, αφού δεν έβλεπαν τον μώλο, έριξαν το καίκι στην άμμο κοντά στο Βουνό και κατατσακισμένοι αφού έριξαν άγκυρα και το έδεσαν στο βράχο του Βουνού, σύρθηκαν σιγά σιγά στο πρώτο σπίτι που φώτιζε ένα μικρό φως μιάς λάμπας και το διέκριναν με δυσκολία.

Το σπίτι ήταν βέβαια το κελί του παπά όπως το λέγανε οι Ρουξιώτες…Λίγο πιό πάνω από το Σχολείο και τις δύο εκκλησιές… Μικρό με μια κουζινίτσα και ένα υπνοδωμάτιο πίσω.

Ο Κουτσούρης μισάνοιξε την πόρτα στα χτυπήματα και τη σιγανή φωνή που του έλεγε να ανοίξει γιατί δεν έβλεπαν που να πάνε.

Όμως δεν άνοιγε την πόρτα και την κρατούσε μισόκλειστη προσπαθώντας να τους πείσει να πάνε σπίτια τους…

Εκείνοι επέμεναν γιατί ήταν μούσκεμα και κρύωναν πολύ και μετά από πολλά παρακάλια ο Κουτσούρης τους άφησε να περάσουν και με αυστηρό τόνο τους είπε να καθίσουν στην κουζίνα κατάχαμα να στεγνώσουν και να κοιμηθούν χωρίς να τον ενοχλήσουν στην κάμαρά του.

Ὀμως εκείνοι δεν μπορούσαν να κλείσουν μάτι….παρ ΄ολη την κούραση και την νύστα…

Κάτι παράξενο γινόταν εκεί μέσα… Δέν τους άρεσε καθόλου η συμπεριφορά του παπά και από το μικρό δωματιάκι ακούγονταν κάτι σαν ψίθυροι και κάτι σσσσστττ….

Ο καπετάνιος  αγρίεψε, οι άλλοι τον κρατούσαν. Εκείνος ζύγωσε πρός την πόρτα του δωματίου….

Η πόρτα δεν είχε κλειδωνιά και με λίγο σπρώξιμο την άνοιξε πολύ λίγο….

Άνοιξε το στόμα του πεντάνοιχτο…. Το σκοτάδι και εκεί πολύ βαρύ ένα μικρό καντήλι το φώτιζε αμυδρά από την απέναντι γωνία του δωματίου.

Δυό τρία μικρά σωματάκια μισόγυμνα και δυό σωβρακάκια με σταγόνες από αίμα που ξεχώριζαν πεταμένα στο στιμεντένιο δάπεδο του δωματίου κοντά στο παραθυράκι κάτω χαμηλά.

Ο καπετάνιος γύρισε το κεφάλι προς τους άλλους και σύρθηκε κοντά τους σαν να τρελάθηκε.

Ύστερα άνοιξαν την πόρτα και χάθηκαν στο σκοτάδι κουτουφλώντας για τα σπίτια τους……

Ο ΔΕΝΤΡΙΩΤΗΣ

 

LinkedIn
Share
error: Content is protected !!