ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Τούτα τ’ αθώα και πεινασμένα στόματα
ποιός θα χορτάσει με ψωμί και λίγο λάδι !
Κι εκείνα τα χλωμά και δακρυσμένα μάτια
πότε θα ραγίσουν σ’ ένα μικρό χαμόγελο !
Σφαίρες τρυπούν τον πληγωμένο ουρανό
και ξαγρυπνούν κάθε βραδυά στα ίδια μέρη
που ζουν αιώνες με ένα μέτρο άγριας Γης.
Δεν τα λυπάται ούτε Θεός, ούτε ληστής.
Στην άκρη του λαιμού ένα κοφτερό μαχαίρι.
Έμαθαν πιά να ζουν από παιδιά τον τρόμο
και να κοιτούν τον ουρανό που κόκκινη φωτιά
ξερνά απ’ το πρωί μεχρι το βράδυ.
Να μεγαλώσουν δεν τολμούν, ούτε μπορούν
δεν τα χωράει ο χρόνος μήτε η μοίρα.
Κάνουν να τρέξουν στη γωνιά της συμφοράς
μα η ανάσα τα λυγίζει δυό κομάτια.
Θα μεγαλώσουν και με μιάς θα σηκωθούν
από του πόθου την μεγάλη απελπισία,
βγάζοντας τη θηλιά απ’ το λαιμό
που τα τυλίγουν απ’ του κόσμου την κακία.
Μια θριβερή και λυπημένη μουσική
όλη η ζωή τους, η μισή και η κλεμένη,
και μείς γεμάτοι με χαμόγελα πικρά
σε ένα κατάρτι σαν τον άνεμο δεμένοι.
Κ.Δ.ΚΑΤΕΧΗΣ