ΡΟΥΞΙΩΤΙΚΑ 2
Μέσ’ την κολόμπα τσί ελιάς
που παίζαμε κρουψιόνα…..
και που πετούσαμε αετό
που έφτανε στον Αφιόνα…
έκρουψα μια περγαμηνή
που έγραφε την αλήθεια
για να τη λέω στα μικρά
βράδυ σαν παραμύθια….
Το τάγκι γιόμισα κρασί
και λάγκερο του Οχτώβρη….
και έστειλα στρίνα το πρωί
στη νούνα μου, να το ‘βρει.
Ετότες με κολπίρησε
της ξένης γής το τάμα…
τσι Αμερικής το ρεμπελιό
δυό τάλαρα αντάμα.
Τσι σκάλες εκατέβηκα
τσι τάμπιες προυβατούσα
και με καμάρι τσίφτικο
στου Λούτσι τριγυρνούσα.
Δύο σκαλτσούνια κόκκινα
και πέδιλα σκισμένα
μ’ έκαναν να ξενιτευτώ
να φύγω για τα ξένα.
να ‘βρω παπούτσια κάτασπρα
και μαύρο παντελόνι
με θαλασσί πουκάμισο
και πιέτα που ματώνει.
Μπαρκάρισα τσι Παναγιάς
του εβδομήντα τρία
και ‘πιασα κάντερμαν νωρίς
πρι πιάσουνε τα κρύα.
Ετρέχαν τα δολάρια
από τα παντελόνια
κι ούτε πως το κατάλαβα
πως πέρασαν τα χρόνια.
Φαμίλια απόχτησα καλή
μα δε χόρτασα τόσο….
τα μπίλια τρέχανε σωρό
και πλέρωνα καμπόσο…
μα εγώ το φχαριστήθηκα
το λάγκερο στα χείλια
κι ας ήμουν τόσο μακρυά
πέντε χιλιάδες μίλια.
Βρήκα παπούτσια κάτασπρα
πουκάμισο και φράκο
στι αποκριάς ντυνόμουνα
σαν το Κινέζο δράκο.
Μεγάλωσαν και τα παιδιά
και άσπρισαν τα μαλλιά μου
κι είπα να κάνω στάση εδώ
χωμένος στη γωνιά μου.
Πήρα ένα σκάνιο να σταθώ
κι ένα βιολί καινούριο
κι αρχίνησα να γρατζουνώ
με ένα δοξάρι φούριο.
Μα το βιολί δεν έπαιζε
μόνο του, και τα πείρα
αφού η δόλια η ψυχή
από βιολί ήταν στείρα.
Έτσι επέστρεψα ξανά
στο κάντερ και σερβίρω
και μοιάζω με ηλίθιο
και ζωντανό βαμπίρο.
Κωστής Κατέχης Κανατάς
ο Δεντριώτης
ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
2019