Mέσα στης νύχτας τη σιωπή,
εκείνα τα λόγια που’ χες πεί
τώρα θυμάμαι,
κι όπως αχνίζει η αμμουδιά
μέσ’ της βροχής τη μυρουδιά
πόσο λυπάμαι.
Δεν ήταν πρόφαση απλά,
αφού με πλήγωσες διπλά
χωρίς να ξέρω,
και γέμισε η καρδιά λυγμό
και σιωπηλό αναστεναγμό
και υποφέρω.
Πήγες αλλού να βρείς χαρά
με τσακισμένα τα φτερά
και δίχως χάρη,
μα σου γκρεμίσαν την ψυχή
αφού η σιωπή ακόμα ηχεί
πως θα σε πάρει.
Με ένα λυγμό στα σκοτεινά
και στα ανήλιαγα στενά
κοιτάς τ’αστέρια
και με φωνή λυπητερή
κρατάς την άδεια χαραυγή
στα δυό σου χέρια.
Κ.Δ.ΚΑΤΕΧΗΣ