ΣΚΕΨΕΙΣ ΔΡΑΠΕΤΕΣ
Γράφε, μου λέει μια φωνή και μου χτυπά την πόρτα
και εκείνη από το τρίξιμο διάπλατα σαν να ανοίγει.
Πήρα μια πέννα και χαρτί και βούτηξα μελάνι,
παίρνοντας σβάρνα τους καημούς για να τους ξεκινήσω.
Εκείνοι με τη μελανιά μουντζούρωσαν το χέρι
και σαν πληγές από φωτιά έκαιγαν το χαρτί μου.
Συνέχισα με προσοχή μη σβήσω τις τελείες
και τα πολλά φορτώματα που είχε χαράξει η πέννα.
Όμως οι φράσεις έμεναν ατέλειωτες και φούριες
και τα χαρτιά στο πάτωμα φτιάξανε βουναλάκι.
Έκανα λίγο διάλειμμα και βγήκα στο μουράγιο.
Προσπάθησα τις σκέψεις μου να βάλω σε μια τάξη
μα οι πιο πολλές τριγύριζαν στην όχθη απέναντί μου,
κι άλλες σεργιάνι έκαναν στου πάρκου το παγκάκι,
και με κοιτούσαν πονηρά στου ονείρου τη γωνία.
Επέστρεψα στο σκάνιο μου άδειος και πικραμένος
τις σκέψεις μου περίμενα να μπουν και να μου γνέψουν
από την πόρτα τη στενή ή απ’ το παράθυρό μου.
Περίμενα ώρα πολύ, κουράστηκε το σώμα
επέμενα όμως και σιγά ξεδίπλωσα τις λέξεις
και κείνες με δεχθήκανε και κάθισαν στην πέννα
και στο χαρτί απλώθηκαν και γίνανε Ιστορία.
Κ.Δ.ΚΑΤΕΧΗΣ
ΜΑΗΣ
2020