ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΩΝ ΤΕΜΠΩΝ
Είχα στηθεί σε μια γωνιά ενός σταθμού στο τραίνο
με υπομονή μες τη βροχή χωρίς χαρτιά κι ομπρέλα.
Παρατηρώντας άγνωστους αθώους να περιμένω
νά έλθη η ελπίδα τη βραδυά μες την ουράνια τρέλα.
Και κεί που στέρεψαν ξανά τα δάκρυα στη βροχή
κι ελπίδα μένει μόνη της κι ας είναι η μοιραία,
με κοίμηζε το όνειρο στην άδεια προσευχή
σαν νά ’ταν η εφιαλτική στιγμή η τελευταία.
Μάνα με πόση δύναμη να σβήσω την γαλήνη
απ’ το όμορφό σου πρόσωπο που κλαίει στη βροχή,
και την ελπίδα που ζητάς να ξαναβρείς εκείνη
και να την κάμεις στην καρδιά φωνή και προσευχή.
Μάνα είναι αργά περίμενε να φύγουμε μαζί
να μη χαθεί το όνειρο κι ελπίδα να ΄χει χρόνο,
να περπατάμε στη βροχή και τ’ όνειρο να ζεί
χωρίς να λογαριάζουμε Μανούλα μου τον πόνο.
Έφυγα εγώ μα δεν ζητώ να αφήσω ένα δάκρυ
στα μάτια σου Μανούλα μου που τόσο αγαπώ,
στην πόρτα του παράδεισου κάθισα σε μιαν άκρη
και γράφω με αίμα στο χαρτί όσα θέλω να πώ.
ΚΩΣΤΑΣ Δ. ΚΑΤΕΧΗΣ
ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ
ΜΑΡΤΗΣ 2023