ΣΤΗ ΓΙΟΡΤΗ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ
……ΣΤΟ ΜΗΤΣΗ…….
Στάθηκες ίσιος, σε περίστασες μεγάλες
με το κεφάλι σου ψηλά, λευτερωμένος
με της καρδιάς τους χτύπους να σ’αγγίζουν
χίλιες δυό νύχτες σαν καράβια αραγμένα.
Λόγος και έργο δυό ανάσες απ’ το κύμμα
με της ελιάς τον ροδαμό στο κατωλαύρι
και με στεφάνι που γιγάντωσε το Μάη
μπήκες στων δρόμων το στενό, γυμνό σοκάκι.
Με το κορμί να αγγαλιάζει το γαλάζιο
και τ’ουρανού να ξεδιπλώνει τη γαλήνη
αξίες μας έμαθες που δεν φανερωθήκαν
παρά σαν ήρθε η ώρα κάτω απ’ το μουράγιο.
Λές και τα χρόνια που περάσαν δε σ’αγγίξαν
στο νού και στην καρδιά αλλαφρωμένα
όπως μου τα’λεγες πολλές φορές και μένα
πως η ζωή είναι το έργο που δε φτάνεις.
Όμως τα χρόνια που ποτέ τους δεν γυρίζουν
είναι μια λάμψη που κρατεί σαν την ανάσα
κι όσπου να πείς παιδί μου έλα πιό κοντά
περνά ο τόπος και σε κλείνει το σκοτάδι………..
Έτσι το δρόμο που μας άνοιξες περνάμε
και με τη δύναμη που μας εχάρησες γερνάμε
πατώντας σίγουρα και ντρίτα σε όποιο χώμα
την ιστορία σου γράφουμε με με το δικό μας στόμα.
Ο ΓΙΟΣ ΣΟΥ
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΤΕΧΗΣ