Τα πρωινά, που τη δροσιά μου κούρνιαζε στα μάτια,
Κι απο το μέτωπο ψηλά με ένα λευκό μαντηλι
ο ήλιος ανηφόριζε σαν κόκκινο κρασί……
Ήταν η θάλασσα, ήσουν εσύ, κι εκείνοι οι βράχοι
Που θα αντέχουνε γιά πάντα στη φουρτούνα
Μεσα στα χρόνια τα βουβά και το σκοτάδι
Μεσα στις στάλες της δροσιάς στο μέτωπό μου.
Δεν είμαι εδώ ….. είμαι στων βράχων το απέραντο
Και λυγισμένο μοιρολόι ….όταν το κύμμα τους φιλά….
Είμαι της θάλασσας ο αφρός που αλύπητα χτυπιέται
Και του θανάτου η βοή που αθελά μου μέσα μου κυλλά.
Κ.Κατέχης
Φλεβάρης 2008