ΣΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΧΩΜΑΤΟΔΡΟΜΟΥΣ ΠΟΥ ΠΕΡΠΑΤΗΣΑ
(Στόν αείμνηστο καλό φίλο Φραγκίσκο Κάππο)
Μεγάλωσα κάτω από τις ελιές, κάτω απ’ τα κυπαρίσσια.
Σε χωματένιους δρόμους περπάτησα και τα σκαλιά αμέτρητες φορές τα τριπλοπήδηξα .
Σε αμμουδιές κατάλευκες και καταγάλανα νερά κολύμπησα. Γύρω από τις πέτρες του γιαλού ψάρευα κάθε βράδυ και με μια βάρκα στα ανοιχτά έριχνα παραγάδι.
Στους δρόμους και στις πέτρες του μουράγιου άπλωνα τα όνειρά μου, εκεί που οι πέτρες άσπριζαν με τον λευκό ασβέστη και το πορτόνι ανοιχτό πάντα για να περνάω.
Σε ένα σπίτι απλό και αστραφτερό με τζάκι από πηλό που ζέσταινε το σώμα και την ψυχή ακόμα. Μια λάμπα πετρελαίου για το βράδυ και λίγο φως σαν έπεφτε η νύχτα, ώσπου να ξημερώσει και να λάμψει ο ήλιος πάλι όπως κάθε μέρα.
Μια μάνα που τα φρόντιζε όλα με μαγεία. Μια μάνα που έπρεπε να βρει όλη η μέρα πως θα πάει και τι θα γίνει το πρωί και φυσικά το βράδυ. Μια μάνα που είχε μια δουλειά μοναδική και μόνη έπρεπε να δει τι στο τραπέζι θα στρωθεί και ποιος θα βοηθήσει αν χρειαστεί.
Σε ένα νησί ολοπράσινο μαγευτικό και ξένο. Χωρίς ο κόσμος να το ξέρει κι ούτε οι χάρτες το ‘ χαν πάνω στην εικόνα. Όταν αργότερα στην Αίγινα γυμνάσιο πήγα….. βρήκα τους χάρτες στην βιβλιοθήκη και κάθισα σε όλους και σημείωσα το νησάκι μου που έλειπε. Πρέπει ακόμα να υπάρχουν σήμερα …. ποιός ξέρει. Καλοκαίρια και χειμώνες κυλούσαν με τις μέρες νωχελικά να περνούν χωρίς ιδιαίτερα ενδιαφέροντα γιατί ο τόπος μας ήταν μικρός και άπειρος. Οι άντρες πιο πολλοί μπαρκαρισμένοι στα καράβια και οι γυναίκες και τα παιδιά στην καθημερινότητα που έμοιαζε ρουτίνα χωρίς τέλος.
Οι κήποι, οι ελιές, τα σπίτια, κοτέτσια και μαντριά και η ζωή χωρίς κανένα μεγάλο γεγονός εκτός αν το ασύρματο τηλέφωνο χτυπούσε κάπου κάπου στου μπάρμπα Στεφανή, ή όταν το καΐκι ερχότανε με τρόφιμα και το ταχυδρομείο. Οι κήποι, τα πηγάδια, φρέσκο νερό, σταφύλια και κρασί, λαχανικά και κάθε λογής φρούτα, φρέσκο ψωμί και λάδι από τις πέρα ελιές, ήταν όλα πλούσια και λίγα….. μα ήταν τόσα πολλά. Εκεί που συνδυάζεται ένα βουνό, ένα ποτάμι και η θάλασσα, όπως λέει και ο Σωκράτης ο Αρχαίος δάσκαλος, εκεί τα βλέπεις όλα.
Όλα κυλούσαν ήσυχα απλά και ηρεμία μέχρι ο καιρός που αγρίευε και το μαΐστρο σφύριζε από το Φύκι κι έγερνε ελιές και κυπαρίσσια σαν να φιλούσανε τη γης τα κλώνια που έτριζαν στη δύναμη του αγέρα. Άσπρη γινόταν η γαλάζια θάλασσα από την μαϊστραλάδα και στο λιμάνι βάρκες και καΐκια τεζάριζαν τους κάβους με δύναμη και βουητό σαν να’ θελαν να τα κόψουν και να τσακιστούν στο μόλο και στις ξέρες . Ύστερα που έκοβε ο αγέρας και η θάλασσα αχούσε με ηρεμία βγαίναμε σιγά στο χωματόδρομο για να μετρήσουμε τις λίγες ζημιές που γινόταν από το αγερικό και όλα επέστρεφαν στη θέση τους σαν να ήταν μια συνηθισμένη μέρα στο νησί με τους ανέμους.
Σε αυτούς τους χωματόδρομους τους ανεμοδαρμένους σχημάτισα τις πρώτες γνώμες μου για τη ζωή, αλλά και για το θάνατο. Σε αυτούς τους χωματόδρομους συνάντησα το σεβασμό και της αξίες της ζωής στα πρόσωπα των λίγων κατοίκων του μικρού νησιού μου, στις γιαγιάδες, στους παππούδες, στις μανάδες μας. Εκεί η αξιοπρέπεια βρήκε καταφύγιο στην ψυχή μου. Στους χωματόδρομους αυτούς δημιουργήθηκαν οι πρώτες ανησυχίες μου για το κάθε τι και την μετέπειτα πορεία μου στον κόσμο των μεγάλων και των γεροντότερων. Νόμιζα πως ποτέ δεν θα μπορούσα να δημιουργήσω και να περπατήσω έξω από τους χωματόδρομους που ήταν στο νησί και να απλώσω τις δυνάμεις μου εκτός των συνόρων της γειτονιάς μου και του σόχωρου που όριζε το Κανατέικο………
Ήταν τριγύρω μου αμυγδαλιές, ροδιές και τριανταφυλλιές. Πιο πέρα περγουλιές , πορτοκαλιές και λεμονιές . Παντού έντονες μυρωδιές από φρεσκάδα και γαρύφαλλα. Ήταν η φύση και το θαύμα της που έκανε το νησάκι μας να χτίζεται μέχρι την ψυχή μας και να γίνεται ένα με το πετσί μας και το αίμα μας. Ήταν ο Ήλιος και η θάλασσα μου έκαιγε το σώμα και γέμιζε την καρδιά μας.
Ήταν Η Μάννα που περήφανα καλούσε για το μεσημεριανό ή το βράδυ να μαζευτούμε γύρω απ’ το τραπέζι. Ήταν οι χωματόδρομοι, που κάναμε τα παιδιά γήπεδο, και παίζαμε με τόπι παραγεμισμένο με παλιές εφημερίδες , ξυπόλητα και με τα γόνατα ματωμένα περνούσαμε τις ώρες για να επιστρέψουμε σπίτι και να πλυθούμε ώσπου την άλλη μέρα να ξανακάνουμε τα ίδια.
Τα χρόνια περνούσαν και βρέθηκα σε άλλο τόπο μακρινό για μένα, αλλά όχι και τόσο μακρινό πραγματικά. Εκεί άλλοι τρόποι, άλλοι άνθρωποι. Αλλιώς μιλούσαν για την καθημερινότητα αλλιώς τα έβλεπαν όλα. Όμως και εκεί μεσουρανούσε ο σεβασμός και η υπερηφάνεια.
Ξένοι για μένα στην αρχή μα σε λιγάκι έγιναν δικοί μου και αυτοί. Εκεί γυμνάσιο, παιγνίδι και εργασία. Χωρίς φωνή και δίχως παράπονο. Κάτω από τις φιστικιές που σαν ελιές μικρότερες προσφέρανε τον ίσκιο τους τα αναμμένα μεσημέρια που ο ήλιος έκαιγε και ξέραινε το χώμα, καθόμαστε και πίναμε κρύο νερό και με ξυλάγγουρο μεζέ και ψωμί φρέσκο, μαζεύαμε το φιστίκι και το απλώναμε σε αυλές και σε ταράτσες να στεγνώσει και να ξεραθεί. Εκεί στην Περιβόλα και στον Άγιο Βασίλη, από τη σκάλα του Καραπάνου μέχρι την Πέρδικα είδα τους ανθρώπους και γνώρισα την σοφία των φτωχών.
Όπως τον δάσκαλο στο νησί, έτσι και εδώ ο σεβασμός και η υπακοή στους καθηγητές ήταν δεδομένα και αυτό με έκανε ικανότερο και ιδιαίτερα συμπαθή. Εδώ έμαθα να μεγαλώνω και να ανδρώνω αληθινά για να σχηματίσω την φυσιογνωμία και τον χαρακτήρα που θεμελίωσα αργότερα σαν μεγάλωσα και απότομα βρέθηκα στην πολυπληθέστερη και πιο κοσμοπολίτικη πολιτεία του κόσμου. Εδώ πρωτοείδα αληθινό γήπεδο ποδοσφαίρου και έπαιξα με ποδοσφαιρικά παπούτσια για πρώτη φορά. Εκεί γνώρισα ανθρώπους του μόχθου και του μεροκάματου, αγνούς και ταπεινούς, ωραίους και σεμνούς, όμορφους και με τρόπους ευγενικούς, κυράδες με χαμόγελο και καλοσύνη, κυράδες με γλυκάδα και αγάπη στα παιδιά τους, με μια σακούλα τρόφιμα από το μπακάλικο και ένα ευχαριστώ με την ευγνωμοσύνη στα μάτια και την φρεσκάδα στο μέτωπο που έλαμπε από τον ήλιο και το αγέρι του μεγάλου τούτου νησιού μου.
Τότε, στα χρόνια εκείνα που έζησα σε τούτα τα νησιά δεν είχε κρίση, δεν είχε παρακμή. Οι χωματόδρομοι δεν ήτανε πιασμένοι από αλλοδαπούς και πλαστά εμπορεύματα. Δεν σηκωνόταν σκόνη από αναίτιες διαδηλώσεις και πληρωμένους επαναστάτες. Δεν λάβαμε ποτές χαράτσια και εφορίες που σε πνίγουν και σε οδηγούν στην αυτοκτονία. Δεν νοιώσαμε το άγχος της εργασίας για το μεροκάματο και την καθημερινότητα να μας πνίγει στο λαιμό όπως γίνεται σήμερα στην Ελλάδα μας. Σήμερα στην πατρίδα οι χωματόδρομοι στρώθηκαν με φτηνό τσιμέντο και ψεύτικο υλικό ώσπου με την πρώτη βροχή να ξαναγίνονται πάλι χωματόδρομοι γιατί έτσι πλούτισαν πολλοί και φτάσαμε ως εδώ σε τόση παρακμή και κατάντια.
Τρία μικρά….. πελώρια βήματα η ζωή μου. Ερείκουσα – Αίγινα – Νέα Υόρκη.
Εδώ στην πόλη ετούτη κατάφερα να διατηρηθώ άτρωτος και δυνατός. Όλα του κόσμου τα καλά και τα κακά βρήκα εδώ, μα μόνο τα καλύτερά του κράτησα. Οι πειρασμοί τριγύρω σαν το γύρι στα λουλούδια της μυρτιάς και της σπαρτιάς, μα εγώ αντιστάθηκα. Ίσως γιατί δεν πρόλαβα λόγω της εργασίας . Ίσως γιατί δεν ήθελα να γίνω σαν τους άλλους. Γιατί ήθελα απλά να ξεχωρίζω. Τα χρόνια που περάσανε εδώ ήταν σκληρά και δύσκολα, αλλά συγχρόνως και εποικοδομητικά γιατί όσο σκληρά δουλεύαμε τόσα πολλά μαθαίναμε.
Η εργασία ήταν καλή και τα χρόνια πέρασαν όμως η εμπειρία μας μεγάλωσε και το μυαλό μέστωσε καθώς οι δυσκολίες σε μαθαίνουν και σου δίνουν την ευκαιρία να προχωρείς και να δημιουργείς αυτό που θέλεις και που αγαπάς. Εδώ στα ξένα ένοιωσα την ανάγκη να αγαπήσω και να καταλάβω πόσο αγαπώ πραγματικά αυτά τα μέρη που μεγάλωσα και έζησα μικρός. Στην αρχή ένοιωθα ότι ήμουν ξενιτειά, σαν όμως πέρασαν τα χρόνια και εμπεδώθηκε η ζωή, άλλαξε και ο τρόπος σκέψης και αργότερα ένοιωσα διαφορετικά. Όλοι οι φίλοι και πολλοί συγγενείς είναι εδώ.
Όλοι εδώ γύρω. Ένας μικρός κύκλος που σε κάνει να αισθάνεσαι υπέροχα και όμορφα. Σε λίγη απόσταση και στα ίδια μέρη της πόλης μας είναι όλοι οι δικοί μου φίλοι και γνωστοί.
Τούτη την πελώρια πολιτεία την νοιώθω σαν το μικρό μου χωριουδάκι με τους παλιούς χωματόδρομους. Κοιτώ τα κτίρια από τη γέφυρα ψηλά, και είναι σαν να ξέρω και την πιο μικρή λεπτομέρεια για το χωριουδάκι τούτο. Οδηγώ στο Μανχάταν τις Κυριακές το πρωί και είναι σαν να πηγαίνω στα Βροχεία από τον παλιό χωματόδρομο του Ανιτσαίου με το φοβερό τρίκυκλο του θείου Κώστα από την Περιβόλα. Όλα τα νοιώθω δικά μου και ατελείωτα. Όλα με γεμίζουν και αισθάνομαι πλήρης. Είναι πανέμορφο να μπορείς να εκφράζεσαι όπως νοιώθεις και να το λες ελεύθερα και δυνατά. Είναι ωραίο να σου λένε καλά λόγια για αυτό που κάνεις η αυτό που γράφεις και δημοσιεύεις.
Στην πόλη τούτη γνώρισα τους πιο υπέροχους ανθρώπους και φίλους.
Όσο μου έλειψαν οι χωματόδρομοι και όποτε επισκέπτομαι την Ελλάδα, πάντα θέλω να γυρίζω πίσω. Ίσως γιατί νοιώθω ότι η βάση μου είναι εδώ κι ας μην έχει χωματόδρομους και κρυστάλλινα νερά στις παραλίες .
Ποιος ξέρει τι μας φυλάει το μέλλον, αλλά ύστερα από τόσα χρόνια δεν είναι εύκολο να αλλάξει η ζωή μας. Η αγάπη δια τον χωματόδρομο και η αγάπη για την αχανή πολιτεία δεν μετριέται πια. Όλα είναι αλληλένδετα και συγκοινωνούντα, έτσι όπως και η ζωή μας με τους γύρω μας και τους αγαπημένους.
Είμαστε μόνο τυχεροί και ευλογημένοι για αυτό που κατακτήσαμε και αυτό που ζήσαμε και ακόμα ζούμε.
Οι χωματόδρομοι είναι εδώ και η σκόνη μας γεμίζει ακόμα το πρόσωπο όταν φυσά το αγέρι από Μαΐστρο……η Όστρια.
ΚΩΣΤΑΣ Δ. ΚΑΤΕΧΗΣ ΚΑΝΑΤΑΣ