ΣΤΟ ΜΑΝΧΑΤΤΑΝ
Πήρα τούς δρόμους στο Μανχάταν κάποια μέρα
στην πέμπτη λεωφόρο που απλώνονταν ώς πέρα
κι ανέμελα σεργιάνιζα έως αργά το βράδυ
αφού την πολιτεία αυτή, δεν κλείνει το σκοτάδι.
Θεόρατα τα κτίρια, ξεχύνονταν εμπρός μου
χτισμένα αλλόκοτα, ψηλά, τα πιό ψηλά του κόσμου.
Αμέτρητες οι πόρτες τους, μα δίχως παραθύρια
λένε η πολιτεία αυτή δεν είναι μ’ άλλες ίδια.
Καί περπατούσα ήσυχα, ψάχνοντας να μαντέψω
στεκόμουν και παράξενα, ζητούσα ν’ αγναντέψω.
τα σταυροδρόμια τα τρελά, τα φώτα που χορεύαν
τα χρώματα τα ψεύτικα, καθόλου δεν σαλεύαν.
Εστάθηκα ολομόναχος,στην άκρη σκεφτικός
ο κόσμος όλος γύρω μου, περνούσε βιαστικός
κι αναρωτήθηκα εκεί,στου δρόμου τη γωνιά
πόσες ψυχές αναζητούν να βρούν την ανθρωπιά.
Τυφλή καημένη πολιτεία, που αρμενίζεις στη χλιδή….
πότε θά ‘βρεις παραθύρι στη ζωή τη σκοτεινή
πότε ο ήλιος θα σε ζώσει με τη θέρμη του, το φώς
πότε θά βρει στο Μανχάταν ηλιαχτίδα κι ο φτωχός ;
ΚΩΣΤΗΣ ΚΑΤΕΧΗΣ ΚΑΝΑΤΑΣ
Από την ποιητική μου Τριλογία
”’Θλιμένες νύχτες του Jerome”
1994