Μάνα σαν ήρθα στη ζωή και μού έδωσες ανάσα
μού πες πως όλα γίνονται σαν το μεγάλο θαύμα
εκείνο που το στήσανε σε μια ασημένιαν άκρη
και το πουλήσανε ακριβά οι λίγοι για το χρήμα.
Και εγώ που πίστεψα νωρίς την άλλη προσδοκία
και στόλισα τους τοίχους μου με λόγια και χαρές
βρέθηκα να κοιτώ ψηλά και ν’ αντικρύζω τ’ άστρα
με το ένα μάτι στο βυθό και τ’ άλλο στο ταξίδι.
Δεν ήξερες όμως πολλά, λίγα και μετρημένα
μα εμένα μού έδωκες το φως το λαμπερό το λίγο.
Με λόγια σου ταξίδευα στα πέρατα της Γης
με τις γλυκιές ανάμνησες και το αγκάλιασμά σου.
Λιμάνια τόσα έπιασα, άγκυρες ρίξαμε πολλές
μέναμε μόνοι και πολλούς καιρούς δεμένοι
να περιμένουμε εκείνον που θα πρόσταζε
να μπούνε φουλ οι μηχανές για το ταξίδι.
Στο πέλαγος σε είχα πάντα συντροφιά
και κουβεντιάζαμε στις μηχανές και στην κουβέρτα
που κι αν το ξέραμε αν θα πάμε ζωντανοί.
δίπλα μου ήσουν πάντα να προσέχεις.
Σε δύσκολες στιγμές να με φορτώνεις με κουράγιο,
πόσα ταξίδια, τόσα μέρη ξωτικά και γλαφυρένια
σου κόβαν την ανάσα τούτοι οι νέοι τόποι
άνθρωποι ξένοι που μιλούσαν γλώσσα αλλιώτικη.
Και γω περίμενα τον ξεναγό να μου εξηγήσει.
αν και επρόσμενα πάντα την γνώμη την καλή,
πολλές φορές μου λέγανε αλήθειες που πικραίνουν
και εγώ εκεί περνούσα στην σιωπή, να μην πονέσω.
Μάνα πολλές φορές δεν σού ‘δωκα την άξια προσοχή
και πλήρωσα το λάθος μου σε χρόνο και χρυσάφι
γιατί ήμουν νέος, άπειρος και εξωπραγματικός
χωρίς την δύναμή σου απ’ την αρχή να έχω πάρει.
Και εσύ έφυγες μια μέρα ήσυχα και απλά
χωρίς να ειδοποιήσεις, χωρίς να πικραθείς
γιατί το χρέος σου το έκανες με τάξη και ορμή
και η ψυχή σου γεμάτη ήταν από καλούδια.
Τώρα εμείς πρέπει να συνεχίσουμε πορεία
με την πυξίδα να χτυπά στον Ουρανό σου,
να δείχνει μάτια που σε γέμιζαν με ελπίδες,
να ακούει λόγια που μόνο εσύ είχες να λες.
ΚΩΣΤΑΣ Δ. ΚΑΤΕΧΗΣ
ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ
ΦΛΕΒΑΡΗΣ
2021