Εφέτος γύρισα εδώ, στα μέρη τα αγιασμένα
μέσα σε δύσκολους καιρούς και χρόνια αλαφιασμένα.
Πήρα το δρόμο της καρδιάς στην άγρια ανηφόρα
να δω τον ήλιο από ψηλά και την περίσσια χώρα.
Στάθηκα στο διπλό σκαλί της σκέψης που ματώνει
ξαπόστασα τα βλέφαρα στο φώς που αδρά θαμπώνει.
Τούτα τα μέρη τα γνωστά αλλάξανε και τρέχουν
στο περιθώριο της φυγής που οι οχτροί τα τρέπουν.
Ξένοι κι αγνώριστοι αυλικοί και ντόπιοι δραγουμάνοι
άλλο του λες κι αλλού σε πάει κι άλλα καμώτσια κάνει.
Μάνα πως άντεξες εσύ και πώς βροντάει η μοίρα
στην απλωσιά την ξαφνική το απόσταγμα σου πήρα.
Βλέπω να γίνεται σασμός στης όχθης την βοήθεια
το ρέμα να γκρεμίζεται στης σκέψης την αλήθεια.
Δεν έχει ελπίδα πιά καμιά, στην ανηφόρα στάσου
χαμένη ανάσα το βαρύ κι αργό περπάτημά σου.
Ρίξε μια τελευταία ματιά στο βούρκο και προχώρα
Εδώ τελειώνει το όνειρο και η άγρια κατηφόρα.
ΚΩΣΤΑΣ Δ. ΚΑΤΕΧΗΣ
ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ
ΟΚΤΩΒΡΗΣ 2021