ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΤΑΞΕΙΔΙ
Καλοκαίρι του 1968.
Δδώδεκα χρονών σκάρσα και εντελώς ανήξερος και αδαής προς τον έξω κόσμο που δεν τον είχα δεί ούτε σε φωτογραφίες.
Μιά μικρή βαλίτσα, που η μισή ήταν άδεια, αφού δεν είχα και πολλά πράγματα ούτε ρούχα ούτε παπούτσια να την γεμίσω.
Αποχαιρέτησα τη Μάνα μου, τα αδέλφια μου και το υπόλοιπο νησί και πήρα το καΐκι με τον Πατέρα μου να πάμε στην Κέρκυρα, από κει θα παίρναμε το καράβι για τον Πειραιά και μετά το φέρυ για την Αίγινα.
Εγώ θα πήγαινα Γυμνάσιο εκεί στην Αίγινα γιατί στο νησί μου μόνο Δημοτικό υπήρχε τότε.
Το καΐκι του Νάππα έκανε περίπου τέσσερις – πέντε ώρες από Ερείκουσα στην πόλη της Κέρκυρας, τέσσερις – πέντε ατελείωτες ώρες.
Τήν ίδια μέρα θα μπαίναμε στο Αγγέλικα, ένα πλοίο της γραμμής Κέρκυρα – Πάτρα – Πειραιά που είχε χρώμα μαύρο, κατάμαυρο, μόνο τα φιλεστρίνια ξεχώριζαν από εκείνο το χρώμα που φοβόσουν να το βλέπεις.
Ήταν πρωί και έκανε λίγη ζέστη όταν μπαρκάραμε αρκετοί για τον Περαία οπότε ρίξαμε τις δυό βαλιτσούλες στο μοναδικό σαλόνι του καραβιού με τον πατέρα μου που κοιτούσε δεξιά κι αριστερά μπας και βρεί κάποιον που να αρχίσουν τη συζήτηση για να περάσουν οι δέκα πέντε περίπου ώρες που θα έκανε το Αγγέλικα μέχρι να φτάσει.
Λίγο πιό πέρα στα διπλανά τραπέζια ένας άντρας με τον γιό του κι αυτός, ποιός ξέρει πού πήγαιναν, ενώ κάπνιζε και περίμενε τον καφέ του κοίταζα το παιδί που ήταν μάλλον στην ίδια ηλικία με μένα.
Σε μια στιγμή πρόσεξα ότι στα πόδια του παιδιού ήταν κάτι σιδερικά που έφταναν μέχρι τη μέση του, στρογγυλά και ενωμένα με άλλα σισεράκια για να κρατούν το παιδί όρθιο όταν ήθελε α σηκωθεί.
Δεν είχα δεί ποτέ κάτι τέτοιο και τον κοιτούσα με συμπάθεια γιατί ήταν στην ηλικία μου και δίπλα του είχε και δυό πατερίτσες για να βοηθούν στις κινήσεις του.
Οι πατεράδες μας δεν άργησαν να πιάσουν κουβέντα μεταξύ τους, άλλωστε είμαστε τα δύο μοναδικά παιδιά στο καράβι.
Απ’ έξω στην κουβέρτα του Αγγέλικα λίγο πιό πέρα είχαν ένα καφενείο ξεχωριστό και μπροστά στην πόρτα ήταν ένα ποδοσφαιράκι για να παίζουν τα παιδιά ή οι νεαροί όσοι υπήρχαν.
Έπιασα κουβέντα με το παιδί (δεν θυμάμαι το όνομά του) και σε λίγο αποφασίσαμε να πάμε στο καφενεδάκι και να παίξουμε ποδοσφαιράκι.
Οι πατεράδες μας χωρίς αντίρηση μας έδωσαν κάποιες δραχμές για το μπαλάκι και αφού βοήθησα, τον φίλο μου πιά, να σηκωθεί και μα πάμε αργά αργά έξω φτάσαμε μπροστα στο παιγνίδι και εκείνος αφού μου έδωσε τις πατερίτσες να τις ακουμπίσω κάπου, έπιασε δύο από τις λαβές με τους παίχτες ώτε να μπορεί να στερεώνεται όρθιος κρατώντας τις λαβές και συγχρόνως να παίζει μαζί μου.
Παίζαμε πολύ ώρα. Μπορεί ο φίλος μου να ήταν παράλυτος από την μέση και κάτω αλλά είχε δυνάμεις και τόσο μεγάλο ενθουσιασμό που έπαιζε μαζί μου που η κούραση δεν φαινόταν σε κανένα μας.
Κάποια στιγμή ύστερα από πολύ ποδοσφαιράκι μάλλον θα κουραστήκαμε και αποφασίσαμε να σταματήσουμε για να ξεκουραστούμε.
Εγώ φυσικά δεν είχα καμίαν αντίρηση αφού κατά βάθος λυπόμουν πολύ το καημένο το παιδί που ήταν σε αυτή την κατάσταση.
Δεν το έδειχνα όμως και παίζαμε και κουβεντιάζαμε σαν δυό καλοί φίλοι από τα παλιά.
Τον βοήθησα να σταθεί στις πατερίτσες και αφού η πόρτα του μικρού καφενείου ήταν κοντά και κάτι μικροί καναπέδες, περαστοί απο τοίχο σε τόιχο, με τα τραπεζάκια στη σειρά και εφόσον δεν υπήρχε κανένας πελάτης θεωρήσαμε και οι δυό ότι θα ήταν θαυμάσια να ξαπλώναμε στον καναπέ να ξεκουραστούμε από το παίξιμο.
Για πότε μας πείρε ο ύπνος φυσικά δεν λέγεται.
Ο κυρ-καφεντζής όμως αφού ήταν μεσημέρι και έπρεπε να κλείσει να ξεκουραστει κι αυτός, χωρίς να κοιτάξει άν ήταν κάποιος μέσα και αφού μας κάλυπταν τα τραπεζάκια όπως ειμαστε ξαπλωμένοι, κλείνει την πόρτα κλειδώνει και φεύγει.
Οι πατεράδες σηκώθηκαν κάποια στιγμή κι αυτόι να γείρουν σε κάποια πολυθρόνα να πάρουν τον απογευματιάτικο ύπνο τους και βγήκαν έξω να μας πάρουν και εμάς.
Κοιτούν εδώ, κοιτούν εκεί, πουθενά εμείς.
Τρέχουν στην πλώρη τίποτα, πάνε κάτω τίποτα, πίσω στους κάβους πάλι τίποτα.
Τρέχουν στον Καπετάνιο
-Χάσαμε τα παιδιά, του λένε.
Ο Καπετάνιος, καλή του ώρα, σταματάει το βαπόρι, κλείνει τις μηχανές και φωνάζοντας στα μεγάφωνα του πλοίου μας καλούσε και τους δυό να πάμε στην Γέφυρα και να μας δεί.
Μα πού να ακούσουμε εμείς αφού ήμαστε κλειδωμένοι στο καφενείο και κοιμόμαστε του καλού καιρού.
Οι επιβάτες αναστατώθηκαν και άρχισαν να ψάχνουν όλοι να μας βρούνε.
Μετά από πολύ ώρα ο πατέρας μου κοιτάει από το τζάμι στο μικρό παραθυράκι του καφενείου και μας βλέπει τέζα αρίδα και τα δυό μας να κοιμόμαστε του καλού καιρού.
Τρέχουν και ξυπνάνε τον καφετζή που έρχεται ο καημένος και ξεκλειδώνει την πόρτα και μας ξύπνησαν.
Και ενώ ο πατέρας του φίλου μου ήταν έτοιμος να εκραγεί, ο δικός μου γελώντας φώναζε του Καπετάνιου στη Γέφυρα ότι όλα είναι καλά και μπορούμε να συνεχίσουμε το ταξείδι για τον Περαία, σε λίγο θα φτάναμε στον Ισθμό της Κορίνθου οπότε βάλανε μπρός τις μηχανές και συνεχίσαμε το ταξείδι μας ενώ αργότερα που παίξαμε πάλι ποδοσφαιράκι οι πατεράδες μας τα λέγανε στο διπλανό παγκάκι έξω από το μικρό και φιλόξενο για εμάς καφενεδάκι του Αγγέλικα……
Κ.Δ.ΚΑΤΕΧΗΣ