ΤΟ ΦΩΣ ΤΟ ΘΕΙΟ
Εκεί που λες που χάθηκε στο χρόνο η ελπίδα,
επήραν όλα μια στροφή στην άκρη του γκρεμού,
τρεμούλιαξε το φώς πρωΐ, έτσι καθώς το είδα
και σαν τη δάδα έλαμψε το φως του φεγγαριού.
Άστραψε ξαφνικά η Αυγή και έλαμψε το σκοτάδι
σαράντα μέρες στη φωτιά και στο καυτό νερό,
εγέλασε το χείλι σου μπροστά απ’ το σημάδι
κι έγινε η νύχτα όνειρο και ευγένεια θαρρώ.
Με πήρες γύρω δυό φορές στο θείο πέταγμά σου
περάσαμε την Άγια Γή, με βάρκα ένα φιλί
και γνώρισα τον έρωτα με ένα κύταγμά σου
στό πρώτο και τ’ ανήμπορο το μαγικό σκαλί.
Λευτέρωσα τα χρώματα που είχε η ψυχή μου
στην άκρη της παντοτεινής και θείας Ανατολής
γελώντας με τά κύμματα που χόρευαν μαζί μου
κάνοντας τα χαμόγελα στο φως να αναπολείς.
Αχ πώς κατάφερες νωρίς έτσι να ταξιδεύεις
Νά ’χεις στο χρόνο μέσα σου, τη λύπη αντικρυστά
και με τα μάτια να μπορείς τον Ήλιο να χαϊδεύεις,
μέσα στα τόσα χρώματα να βγαίνεις στα κρυφτά.
Σνυνέχισε και μύρισαν τα κλώνια στον αγέρα
κι οι μέλισσες μοιράζουνε τη γύρη ευλαβικά,
θρούμπες, θυμάρια, πέταλλα αγγάλιασαν τη μέρα
και γέμισε απ’ του ήλιου Φώς τα μάτια τα κλειστά.
Θείο το Φώς κι η αγάπη σου λάμπει σαν την ελπίδα
στο πρωϊνό χαμόγελο της μέρας που ξυπνά
γεμίζεις με τις μυρωδιές στα ρόδα και στα κρίνα
και ξενυχτάς με την χαρά που μέσα σου αγρυπνά.
ΚΩΣΤΑΣ .Δ. ΚΑΤΕΧΗΣ