ΤΡΕΙΣ ΒΑΣΙΛΙΑΔΕΣ
Μια φορά και έναν καιρό ήταν τρείς βασιλιάδες
καθόντουσαν στα άροτρα και με τους ηνιόχους
μιλούσαν για την σκοτεινή πλευρά του παραδείσου
και για τους άγνωστους εχθρούς που είχε κουρασει η νύχτα
Ο ένας ήταν δυνατός και δεν φοβόταν χάρο,
ο άλλος κάπως γηραιός και βάραινε στα μάτια,
ο τρίτος, νέος και γελαστός γεμάτος με σπιρτάδα.
Τρείς βασιλιάδες ζωντανοί ο ένας κοντά στον άλλον
με χώρες που συνόρευαν κι ανθρώπους .διχως φόβο.
Λέει ο μικρός κι ο γελαστός, στον πόλεμο να πάνε
κι ο δεύτερος του απαντά ‘’μα οι εχθροί κιοτέψαν’’
ο άλλος ο γεροντότερος τηράει αργά και λέει…
Δεν εκιοτέψαν οι εχθροί, μονάχα ξαποσταίνουν
και περιμένουν τη φορά να ξαναρχίσει η μάχη.
Γιαυτό κρατήστε την βοή και την βαριά ασπίδα
στη μέση βάλτε το σπάθί κι έτοιμοι πάντα νά ‘στε
γιατί ο εχθρός δεν αλυχτά μονάχα για τον τόπο
θέλει χρυσάφι και χαλκό και λάφυρα να δρέψει
θέλει να κάψει και να βρεί το θησαυρό του Νότου
να περπατήσει στα γυμνά και ένδοξα μονοπάτια.
Θέλει να πάρει τα παιδιά να τα αλλαξοπιστήσει
γυναίκες θέλει εργατικές και στον αφέντη δούλες.
Θέλει τη Γή μας να θωρεί να πάρει να στερέψει.
Μήν απορείτε στην σιωπή και την αργή ησυχία
τα λάβαρα έχετε έτοιμα στημένα για τη μάχη.
Κι όταν η ώρα η δυνατή και η μέρα ξημερώσει
Δέστε γερά στη ζώνη σας του χάρου το μαχαίρι
Κρατήστε πλέρια τη λαβή με το δεξί σας χέρι
στ’ αριστερό να έχετε με γνώση την ασπίδα
κι όταν ο ξένος ο εχθρός κοντά γοργά ζυγώσει
μή σπαταλάτε το σπαθί κόβοντας τον αγέρα,
κάθε σπαθιά τον άξεστο εχθρό να μαχαιρώνει
Και το μαχαίρι στην καρδιά βαθειά να του γροικάτε.
Η Χώρα τούτη η Ιερή και τα Πατρώα εδάφη
δεν είναι για χωρίσματα με βάρβαρους και ξένους.
Είναι δική μας από παλιά και μέσα στους Αιώνες,
εδώ γεννήθηκε το Φώς εδώ η Άγια Γνώση.
Εδώ μεγάλωσε η πνοή και η ματιά του Δία.
Εδώ περπάτησαν Θεοί και Ήρωες Τιτάνες
Εδώ ξεκίνησε η αυγή να γειάνει η Ανθρωπότης.
Εδώ μοιράστηκε η ζωή, η δόξα και το θάρος
Εδώ εγίνηκε η Αρχή…Εδώ θά ‘ναι το Τέλος.
Κ.Δ.ΚΑΤΕΧΗΣ
ΙΟΥΛΙΟΣ 2020
ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ