ΤΡΕΙΣ ΜΗΝΕΣ
Τρείς μήνες μαύροι πέρασαν σαν νά ‘χε κάνει στάση
τούτη η άπονη Ζωή, που μας έχει ξεχάσει.
Σαν να στεκόταν ξαφνικά ο χρόνος σε καρτέρι
και διάλειμα ανυπόφερτο μας είχε καταφέρει.
Σταμάτησαν τα λογικά κι οι σκέψεις να γεμίζουν
και στης τρεχάλας το γιαπί αργά να τρυγρίζουν.
Μιά στάση ατέλειωτη εδώ και πάλι ξεχασμένη
από τα χρόνια τα πολλά που η απορία μένει.
Δεν μας λυπάται η λησμονιά στης φλόγας το μεθύσι
με δυό κουβέντες ο ουρανός στην άκρη έχει καθίσει.
Απότομα ξεμείναμε στης λησμονιάς το ράφι
που χάραζε τα χείλη μας, η φλόγα σαν ξυράφι.
Πήρε ο καιρός το γύρισμα να κάνει ηλιαχτίδα
για να περάσει η βραδυά, με πόνο την ελπίδα.
Μα δεν χορταίνει ο νικητής στη μάχη του θανάτου
και πλάι κοντοστέκεται και λύνεται σιμά του.
Εμείς στο χρόνο δείξαμε την κάθε αγνωμοσύνη
δίχως φωνή και πέταγμα και δίχως καλωσύνη.
Περάσαμε απέναντι στης όχθης το ποτάμι
με την ανάσα στο λαιμό και πίκρα σαν πλοκάμι.
Στάσιμοι κι ανιστόριτοι χωρίς φωτιά στα μάτια
σταθήκαμε ανίκανοι στης Γής τα σκαλοπάτια,
και σε τρείς μήνες ξαφνικά γεράσαμε σαν ξένοι
και ένα στα χείλη αμυδρό χαμόγελο μας μένει.
Δέν έχουμε πιά δυνατή και απρόσμενη αγωνία
αφού η ψυχή μας αγρυπνά στης νύχτας την μανία.
Κ.Δ.ΚΑΤΕΧΗΣ
ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ
ΙΟΥΝΙΟΣ 2020