ΦΑΤΕ ΠΛΟΥΣΙΟΙ ΠΑΠΑΔΕΣ
Ράσο μακρύ, χοντρό πετσί, κοιλιά με μπαλκονάκι
Σα που χωρεί το πάχος του και το βαρύ σακάκι.
Μούτρο πλατύ, αγέρωχο, χαμόγελο ειρωνεία
Στα μαλακά του ο μισθός, γελοία κοινωνία.
Ας ειν’ καλά ο μισθωτός που τον καλοπληρώνει
Για να τα ψάλει Κυριακή, κι έξι να αναρρώνει.
Και κάπου- κάπου βάφτιση, γάμος καμιά κηδεία
Πάλι θα φάει τον άμπακα και κάνει και νηστεία.
Τα χέρια του τα μαλακά, αφράτα σαν τα οπίσθια
Κάνει πως ξέρει τη ψυχή που αναπνέει τα λοίσθια.
Λέει ψαλμό συλλαβιστά και μουρμουράει σαν μπούφος
Ξορκίζει τα μικρόβια, κι αγιάζει σα ταρτούφος.
Κοιτά ζερβά, κοιτά δεξιά, το ποίμνιο μετρημένο
Και το παγκάρι η Παναγιά, μετρά, το αγαπημένο.
Άμφια χρυσά και αργυρά, στολίδια της δεκάρας
Περιφορά της ασημιάς και σαπισμένης κάρας.
Κομμάτια χέρια, πτώματα, σταυρό και τίμιο ξύλο,
Βολτάρουνε τα κασετιά , σαν του Αδάμ το φύλλο.
Έτσι στρογγυλοκάθονται κατόπι στο βιλαέτι
Και το γλεντούνε πάραυτα, πως λένε…. έτη και έτι ……
Κύριε ελέησον λοιπόν, τον έναν τους χιτώνα
Τον άλλο τον κρατήσανε, να βγάλουν το χειμώνα.
Γιατί ο Χριστός στο Ισραήλ έκανε πάντα ζέστη
Κι ένας χιτώνας του΄ φτανε το βράδυ για να πέφτει.
Όμως εδώ στα αψηλά , πολύ που κρυαδίζει
Ένας χιτώνας δεν αρκεί, ούτε ένα πιάτο ρύζι
Τα άμφια και τα χρυσικά και τα ψητά στο φούρνο
Είναι παπά μου κάθε μιας ημέρας το καινούριο
Δε ζω στα χρόνια του Χριστού και του μαυραγορίτη
Ούτε στα σπίτια τα παλιά χτισμένα με λιγνίτη
Ζω σε παλάτι τριώροφο, κλασάτη μεζονέτα
Και σαν παπάς είναι η ζωή μαρέγκα και κουφέτα
Δε λογαριάζω τους φτωχούς γιατί όσο αυτοί πεινούνε
Θα δίνουν και το σώβρακο για να συγχωρεθούνε
Θα μου φιλάν το αριστερό , το χέρι εδώ σας λέω,
Και θα μου λένε πάτερ μου ….τραβάτε με κι ας κλαίω.
Κ.Δ.Κ
ΙΟΥΛΙΟΣ
2015