ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΙ
Γύρω μας κάγκελα ψηλά και σκουριασμένα
από τα χρόνια που μας πήρανε, χαμένα
Η καγκελόπορτα χωρίς κλειδί και κλειδωνιά
και μεις μισόγυμνοι στη βαρυχειμωνιά.
Ούτε σκοπός υπήρχε κάπου οπλισμένος
ούτε σκοπός να φύγουμε επομένως.
Κοιτούσε πάντοτε κλεφτά ένας τον άλλον
με τον μανδύα που φορούσαμε των άλλων.
Άδικη ψεύτρα καταδίκη απ’ τα καράβια
που δεν μας έδιναν ψωμί, ούτε μοράβια.
Κάναμε στάση εργασίας απ’ την πείνα
και κείνος έδειχνε τον τάδε και τον δείνα.
Με μιά κουκούλα στο κεφάλι και δυό τρύπες
σε ρώταγε, στον διπλανό σου τώρα τί είπες;
Με το μεσαίο δάχτυλο εσένανε να δείχνει
χωρίς να αγκίζει, για να μην αφήνει ίχνη.
Και μας μπαρκάρανε μαζί μιά μέρα κρύα
να ανταμώσουμε με της ποινής την αδικία.
Μα η φυλακή μας ήταν ανοιχτή και γκρεμισμένη
ήταν στα δύο και στα τέσσερα κομμένη.
Χωρίς σημάδια και χωρίς περιπολίες
ούτε και φύλακες με τις βαριές τους πανοπλίες.
Είμαστε όλοι μας χαμένοι και ναυάγια
στην άκρη της μαούνας και στα πλάγια.
Μια φυλακή πολύ αλλιώτικη απ’ τις άλλες
που δεν υπήρχανε πατώματα ούτε σκάλες.
Και μείς, ένας πάνω στον άλλο στοιβαγμένοι
χωρίς τσιγάρο και χωρίς κανείς να βγαίνει,
μήτε απ’ την πόρτα λίγο κάπου να κοιτάμε
να μην μας βλέπουν οι απ έξω που βογγάμε.
Παρατημένοι στην απόφαση της μοίρας
Και μοιρασμένοι στην σαπίλα της αλμύρας,
μέχρι που νά ΄ρθει η ώρα να λογαριαστούμε
και με του Άδη τη φωτιά να γνωριστούμε.
Να λυτρωθεί κάθε ψυχή απ’ το μαρτύριο
και για την κόλαση να βγάλουμε εισητήριο.
Κ.Δ.ΚΑΤΕΧΗΣ
ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ
ΜΑΗΣ 2020