Ο Κώστας Κατέχης γεννήθηκε στην Ερείκουσα το 1957 και μετά το Δημοτικό μετακόμισε στην Αίγινα όπου συνέχισε στο Καποδιστριακό Γυμνάσιο του νησιού για τέσσερα επίσης χρόνια. Το 1973 μετανάστευσε στην Αμερική όπου ζει μέχρι σήμερα συγκεκριμένα στην Νέα Υόρκη τον περισσότερο καιρό. Η αγάπη του για τα Ελληνικά γράμματα και τις τέχνες τον έκαναν να ασχοληθεί με την λογοτεχνία και την ποίηση όπου για πολλά χρόνια γράφει και αρθρογραφεί σε πολλά ομογενειακά και ορισμένα Ελληνικά έντυπα. Με την ποίηση ξεκίνησε το 1994 όπου και κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή στην Νέα Υόρκη. Σήμερα ασχολείται με την ραδιωφωνία και την αρθρογραφία σε ομογενειακά μέσα και έντυπα. Η εκπομπή στον Hellas FM είναι συνήθως λογοτεχνική και προωθεί πολλούς αξιόλογους ομογενείς καλλιτέχνες , συγγραφείς και ποιητές…….

Από μικρό παιδί όπου θυμάμαι τον κόσμο, ήταν το πνεύμα μου ανήσυχο.

Πολύ μικρός ακόμα η ίδια η φύση μου δημιουργούσε πολλά ερωτήματα και εγώ έδινα εξηγήσεις με τον δικό μου τρόπο.

Τώρα που πέρασαν τόσα χρόνια το συνειδητοποίησα ότι αν και παιδί στις ερωτήσεις μου πάντα κάπου βρισκόταν μια απάντηση.

Τα φυσικά φαινόμενα σε ένα απομακρυσμένο νησάκι έρμαιο στους αγέρες και στη θάλασσα με έκαναν να με συναρπάζουν οι σκέψεις και τα συναισθήματα.

 Κάθε φορά που φουρτούνιαζε τους χειμώνες, για πότε έτρεχα στο φρύδι να αντικρύζω τα αφρισμένα κύματα, όξω το Κουκούλι και για πότε έφτανα στα Βούκιθρα να αγναντέψω κάποιο καράβι που πάλευε να φτάσει στο απάγκιο του Μπραγκίνη.

Την ίδια στιγμή με συνέπαιρνε ο αγέρας που με την θεϊκή του βοή προσπαθούσε να ξεριζώσει τα κυπαρίσσια δίπλα μου ή τις ελιές και εγώ γαντζωμένος στον γερό κλώνο μιά κοιτούσα τον Ουρανό, μιά τη θάλασσα και μιά τη γραμμή των βαποριών καταμεσής στο πέλαγος μπας και μπορέσω να δω κάποιο σκάφος που πάλευε με τα κύματα και τί θα απογίνει.

Η Φύση με τραβούσε κοντά της και γώ από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου έτρεχα από κλωνάρι σε κλωνάρι, από ύψωμα σε ύψωμα και από βουνό σε βουνό. Από το Μεροβίγλι, το Άππια και το Εγναντία. Από το Κάτεργο το καΐκι του Νάππα. Από τη Σταμολέκα τη βάρκα από το Σιδάρι. Και από το Μύλο το καίκι του Γιοσύφη.

Ο Ουρανός οι αγέρηδες η θάλασσα τα αφρισμένα κύματα, τι όνειρο. Οι Ιστορίες του Πάππου μου και της Καλής μου τα παραμύθια και τα τραγούδια τους.

 Οι γέροντες και οι γερόντισσές με τω λογιών τα γεγονότα που μας αράδιαζαν μέρα νύχτα, αφού δεν είχαν τίποτε άλλο να κάνουν.

 Και εγώ, μεγάλωνα. Μεγάλωνα και οι σκέψεις μου με φόρτωναν κάθε χρόνος που περνούσε.

 Και δεν ξέχασα ποτέ καμιά μου σκέψη.

 Ήθελα να τις κρατήσω όλες γιατί ήξερα ότι κάποτε θα μου χρειαστούν.

Χρόνια πολλά περνούσαν και γώ χόρταινα και αναπολούσα. Με γέμιζε η σκέψη του μουράγιου.

Με γέμιζε η σκέψη του λουτρουβιού και η μυρωδιά από το φρέσκο λάδι που με τον κούτελα ο πατέρας μου μοίραζε στα δοχεία των γειτόνων που είχαν φέρει ελιές για άλεσμα, ανεμολόγια τα λέγαμε, δηλαδή λίγο ο καθένας απο ελιές που τις έριχνε ο αγέρας πριν ωριμάσουν….

Με γέμιζε η φρεσκάδα από τα δίχτυα και το ψάρι που σπαρταρούσε μέχρι της Μάνας το τηγάνι.

Με οδηγούσε το Φώς του φεγγαριού από την τράτα να φτάσω σπίτι αργά το βράδυ και να ποθώσω μια χεριά μαρίδες στη αγκαλιά τής κυρα-Λούλας που περίμενε με ανησυχία.

Με φώτιζαν τα αστέρια ολονυχτίς που ξενυχτούσα στην αφωδιά κοιτάζοντας τη γραμμή των βαποριών  και τις ανεμότρατες με τις λαμπίρες να φέγγουν στον ορίζοντα.

Τούτο το νησάκι σαν ευλογία επέδρασσε στην κράση μου και στην προσωπικότητά μου.

 Ήταν πραγματικά ευλογία των Θεών της Φύσης γιατί δεν άργησα να καταλάβω ότι εδώ που βρέθηκα ήμουν Ελεύθερος.

Ναι πραγματικά Λεύτερος. Ήμουν εγώ και η φύση με την μαγεία της.

Όμως περισσότερα δεν μπορούσα να ξέρω, ούτε να δώ, ήμουν ακόμα μικρός και απάνιαστος.

Οι Ελιές,τα Κυπαρίσσια, οι σκίνοι οι μερτιές, οι νερατζιές και οι λεμονιές, οι κήποι και τα αμπέλια.

Τα πουλιά, τα χελιδόνια και τα τρυγόνια την άνοιξη. Τα κοτσύφια τον χειμώνα με τις ξυλόκοτες.

Το φρέσκο ζεστό ψωμί, τα τηγανόψωμα και το κουλούρι.

Κατόπι, όταν  μεγάλωσα ένοιωσα την αξία τους και την μεγαλοπρέπειά τους.

Ένα κομμάτι της ζωής που φτιάχνει τον χαρακτήρα και το είναι σου.

Ένα κομμάτι που σε δένει με τη ρίζα της Ελιάς και τα μάραθα.

Μιά εικόνα από τα ρείκια και τις κουμαριές που σε γεμίζουν με κάτι ανυπέρβλητο και καταλυτικό για τα επόμενα χρόνια που έχεις να αντιμετωπίσεις το θεριό που λέγεται κόσμος και ανθρωπότητα.

Το θεριό, που σαν βγείς στον πηγαιμό προς τα κεί δεν ξέρεις από που θα φυσήξει ο πρώτος άνεμος και πόσο θα αφρίσουν τα κύματα στη φούρια του Μαίστρου.

Ένα γιούσουρι σκαλωμένο στον πάτο της θάλασσας και γώ προσπαθώ να το ανασύρω σαν τον Καρκαβίτσα με τον δύτη του τον σφουγγαρά.

Με την Ιθάκη του Καβάφη που άφησα πίσω μου σκοτώνοντας τις ώρες προσπαθώντας να εξηγήσω του κόσμου τις ατέλειες και κατρακύλες, μη μπορώντας πολλές φορές να πιάσω τον εαυτό μου σε κατάσταση ετοιμότητας για το αύριο και το κάθε ξημέρωμα.

Ογκόλιθος η σκέψη προσβάλει τη γαλήνη μου στην καθημερινότητα συγκρουόμενη με τις μέρες εκείνες που χάθηκαν και δεν ξαναγυρίζουν.

Η πιό γλυκεία αίσθηση χάθηκε πρώτη, η οσμή. Δεν μου μυρίζουν πιά τα γιασεμιά του μουράγιου μου. Ούτε οι βιολέτες στα πιτέρια της Μάνας μου.

Η μυρωδιές από την πάχνη των κυπαρισσιών  και της αμυγδαλιάς δεν με γνωρίζουν πιά.

Σκλήρηνα  άραγες τόσο πολύ, ή απλά εφτώχινα σε σκέψη και συναίσθημα ;

Τώρα τι μένει να φορτώσω μέσα στην ψυχή μου και να θυμηθώ τίς επόμενες μέρες που θα μου φέρουν   στη σκέψη μου εκείνες τις παλιές φωτογραφίες  που ξεθώριασαν από την πολυκαιρία στην κασέλα  της Καλής μου της Τασίας  !

Πώς θα με βρεί η επόμενη μέρα στη σκοτοδίνη της  Βαβυλώνας μου και πώς θα με τραβήξει η Φύση μου η αγαπημένη να ξεπεράσω τις μέδουσες που με κύκλωσαν, όπως τον Οδυσσέα οι Σειρήνες.

Και όμως ευλόγησε η Άνοιξη και το πέλαγος.

Ευλόγησε ο λόγος και η φωνή από Αιώνα τον Χρυσό του Περικλή και του Πλάτωνα.

Τα χρόνια που πέρασαν δεν έμειναν στάσιμα. Ωσάν το κρασί με ρουφούσαν τα κείμενα.

Ξενύχτια και ώρες ατέλειωτες με γέμιζαν  γνώση και νόηση.

Είχα μπορέσει να συνδέσω το πρίν και το μέλλον μου….

Είδα να δένουν τα αφρισμένα κύματα του Γαρμπή με τα λόγια του Σόλωνα και της Περσεφόνης.

Είδα να γέρνουν στην ίδια ευθεία οι νεραντζιές μου με την ευθυγράμμιση του Πυθαγόρα και το μέτρημα του Αρχιμήδη.

Μπόρεσα και γνώρισα τους Ήλιους μου και τα αστέρια που αγνάντευα τα βράδια στο Σαντάρδο με του Απόλλωνα τη λύρα και τους στίχους της Σαπφούς που με θέριευαν τις μέρες της μοναξιάς μου μέσα στην πολυκοσμία της πελώριας τούτης πόλης που ζούσα.

Ταίριαξε ο γάμος αυτός στην εντέλεια. Η Λευτεριά με πλαισίωνε με θανατηφόρες διαθέσεις και γω την υποδεχόμουν με λόγια κρυφά και ανείπωτα.

Δεν θέλω να ξέρουν πολλοί.

Μυστικά τα δικά μου της χαράς τα συχχαρίκια που μόνον εγώ τα γευόμουν και τα απολάμβανα.

Το κορμί έδενε, και με τον ίδιο τρόπο έδενε και ο νους μου.

Πόσες φορές, φίλοι κι εχθροί με βρήκαν λίγο λάσκο, μέσα στη δίνη της μοναξιάς και της ανάγκης και μου φυτέψαν το μαχαίρι βαθιά στο στήθος, μόλις μου πήραν ό,τι ήθελαν και έκαναν τη δουλειά τους με το αίμα και τον ιδρώτα μου..!

Και πιο πολύ το μίσος το ζηλόφθονο, που τους έκανε να βγαίνουν και από πάνω διεκδικητές της εκδίκησης για να ξεγελάσουν την αρρωστημένη τους φαντασία και όρεξη για τον ανήφορο που ήταν στρωμένος με αργύρια και άλλα πλούτη..!

Γέμισε ο κόσμος από δικούς και φίλους που σε θέλαν για την αρχή ,και όταν έφτανε η ώρα να βάλουν στο πουγκί τους τριάντα ή περισσότερα, τότε σε στρίμωχναν έντεχνα ποντάροντας στην τιμιότητά σου και στην υπερηφάνεια σου  αφού ήξεραν ότι θα αποχωρήσεις ήρεμα και απλά , με χαμογελαστά ωραία βήματα που δεν θα έκαναν καθόλου θόρυβο και ζημία.

Τί ωραιότατο συναίσθημα να είσαι ανώτερος των άλλων…!

Να χαμογελάς μέσα σε μιά βαρκούλα στ’ ανοιχτά με Μαΐστρο χάση κόσμου και το ένα κουπί σου σπασμένο…

Και τότε σε φοβήθηκε ο άνεμος….η θάλασσα βόγκηξε να σε καταπιεί από την κουπαστή έως την πρύμη, μα εσύ τόσο αγέρωχος στό τιμόνι που σε χαρίστηκε ο Ουρανός και τα σύγνεφα.

Νίκησες πάλι…το κύμα κόπασε, ο αγέρας ξεψύχησε ανίκανος να σε δαμάσει, και η Γή τράνταξε στο περπάτημά σου σαν πήδηξες στην ξέρα του Κατέργου και τίναξες το κεφάλι ψηλά γεμάτος χαρά και ικανοποίηση.

Ύστερα συνειδητοποίησες πως εδώ δεν ήταν φουρτούνα νησιώτικη αλλά Χειμώνας Φλεβαρίσιος  που το χαλάζι σε έριχνε στη μέση του δρόμου και σύ προσπαθούσες απλά να μήν πέσεις και γεμίσεις το σώμα σου από τις ίδιες βρωμιές με εκείνους που σε λάτρεψαν πρώτα και μετά σε μαχαίρωσαν για δυό κατοστάρικα….

Καί περνούσε ο καιρός, και σύ γέμιζες τα στήθεια σου με πείρα και δύναμη από τους γύρω σου που σε χτυπούσαν αλύπητα για να ανεβάσουν δυό τρείς πόντους τις φτηνές μετοχές τους στον πίνακα της ανόητης απληστίας τους που πίστωναν το άρρωστο κορμί τους οι τράπεζες και τα χρηματιστήρια.

Η  πιο γλυκιά δύναμη, η αχαριστία των άλλων και η ευκολία στην ανικανότητά τους να οραματισθούν το νόημα της ζωής και της υγείας σε έναν κόσμο τόσο απάνθρωπο και άρρωστο.

Μέσα σε τόση κοσμοχαλασιά και κοσμοπλημύρα το μόνο πράγμα που στέκεται όρθιο μαζί με την περηφάνια σου είναι η απόλυτη μοναξιά και απομόνωση από τα όντα που τρέχουν γύρω σου σαν καλικάντζαροι στη σκεπή των ουρανοξυστών που τρυπάνε τα σύγνεφα  στον ουρανό που λατρεύεις και ονειρεύεσαι.

Δένεις ξανά τη σκέψη σου με τα πρωινά χαμόγελα της αξιοπρέπειάς σου και συνεχίζεις τον μοναχικό αγώνα σου προσπερνώντας τους πασσάλους της κακίας και της βαρβαρότητας που μαστίζει το ανιστόρητο σήμερα και προσπαθείς να σταθείς αντάξιος του παρελθόντος σου που σε προστατεύει με την ανάμνηση του Ασμήλαγκα και της Γράβας.

Θεών προσταγή είναι για σένα να μυήσεις τους λεύτερους και αναζητώντες την αλήθεια αυτά που μοιράστηκες με τη μοίρα σου και τον προορισμό σου, αφού σε εμπιστεύθηκαν και σε αρμάτωσαν προς αυτή την καθοριστική για τη ζωή σου αποστολή.

Είναι επιτακτικό να διαδώσεις στον κόσμο σου την ευθύνη για παιδεία, γιά μάθηση, για διανόηση. Βγάλε τον  κόσμο από την θανατηφόρα ρουτίνα της της επιβληθείσας από τους επιτήδειους λογοκλέφτες που σου ατιμάζουν και σου αφοπλίζουν την κάθε σου μέρα.

Είναι ανάγκη επιτακτική να γκρεμίσεις τα τείχη που έχτισαν γύρω σου, όχι για να σε προστατέψουν, αλλά για να σε φυλακίσουν.

Μην αρνηθείς στη μάχη υπέρ των Θεών σου να ζητήσεις συμπαράσταση από φιλικούς προς την σκέψη σου ανθρώπους. Περιμένουν κι αυτοί το νεύμα για να πολεμήσουν μαζί σου .

Θυμήσου τις μέρες που στεκόσουν όρθιος στην ξέρα του Κατέργου αντιστεκόμενος στον δυνατό αγέρα που ζητούσε να σε πετάξει στα κύματα και δεν μπόρεσε.

Θυμήσου που κατέβαινες στον απότομο Ασμήλαγγα που μόνο οι γλάροι στέκονταν στην πλαγιά του και συ έφτανες στη θάλασσα με γρατζουνισμένα και πληγιασμένα χέρια και γόνατα, για να τα πλύνεις με το καθαρό νερό του γιαλού που σε περίμενε….

Και μην ξεχνάς τις σκέψεις σου ποτέ. Αυτές σ ‘ακολουθούν και σου μετρούν τα βήματα μα και τους χτύπους της καρδιάς σου. Οι σκέψεις που σε οδηγούν ν’ αρπάξεις το όνειρο και να το κάνεις πραγματικότητα.

Θυμήσου το χώμα στην Περιβόλα κάτω από της φιστικιές που σιγόβραζε σαν να ψηνόταν σε φούρνο τότε που πέρναγε το νερό από το αυλάκι που άνοιγε ο Μπάρμπα-Μήτσος για να ποτίσει τα διψασμένα δέντρα που τα έκαιγε το μεσημέρι ο Ήλιος ο καυτερός και αδίστακτος.

Θυμήσου τις βραδιές στην άμμο του Αι Βασίλη που πέταγες τα τσόφλια απ’ τα φιστίκια στα ψαράκια που ζύγωναν άφοβα στην άκρη προσπαθώντας να τσιμπήσουν  όταν το πετούσες στο νερό που φωσφόριζε κάτω από το φώς του φεγγαριού και λαμπύριζε σαν καθρέφτης το πρωί που έσκαγε ο ήλιος ο ηλιάτορας.

Θυμήσου την ταράτσα που άπλωνες το φιστίκι κάτω από τον καυτερό ήλιο του μεσημεριού  γιατί τότε έπρεπε να το κάνεις αφού το φιστίκι χρειαζόταν τον Ήλιο όπως η φωτιά τα αριτσάγκαθο.

Ποτέ να μην ξεχάσεις το λόγο που έφυγες και που ακόμα σε κυνηγάει. Να μην θυμάσαι όμως την κατάσταση….εκείνη την αλλόκοτη ευαισθησία που σε παράσερνε να δηλώσεις ότι ήσουν αντίθετος με το καθεστώς….

Το καθεστώς που σου σούβλιζε τα αυτιά κάποια βράδια που περνούσες με το ποδήλατο και μια αγκαλιά ψωμί για το μπακάλικο, έξω από τις φυλάκές με τις κλούβες που φέρνανε τις πόρνες, και τις φωνές και τα σκουξίματα μέσα στη νύχτα από τους φυλακισμένους που σου διαπερνούσαν τα αυτιά και πατούσες πετάλι γρήγορα γρήγορα ,να περάσεις και να μην ακούς άλλο.

Αυτό το καθεστώς που σου κατέστρεφε το συναίσθημα δίπλα στο κύμα, όταν άκουγες τα βράδια να σέρνεται στη σκέψη σου και να σε τυραννάει για το πόσο μακρυά βρίσκεται το μέλλον που φάνηκε μια νύχτα του Απρίλη σαν το αστέρι που πέφτει και φαίνεται η φωτεινή τροχιά του στο άπειρο.

Κι αυτός ο αγέρας, πόσο αδίστακτος σαν τρόμος… έτσι για να τροχίσει τη δύναμή σου να μή φοβάσαι ούτε τις πιό τρομαχτικές νύχτες του Γενάρη. Τότε που το Μαίστρο ξεκολλούσε και ξερίζωνε την ελιά σαν πάτελα στον Ασμήλαγγα και μείς δεν ξέραμε πώς έγινε το μεγάλο κακό.

Ωσάν το Γιούσουρι πεταμένη στο σώχωρο ξερή και μαραμένη χωρίς φρεσκάδα και κλωνάρια περήφανα όπως πάντα.

Τρόμαζες στη σκέψη που δεν ήθελες ποτέ να ξεχάσεις, αλλά την ίδια σκέψη χαιρετούσες όταν καθόσουν τα βράδια μέχρι τα μεσάνυχτα αγναντεύοντας την Επίδαυρο και την υπόλοιπη Πελοπόννησο ως τα Μέθανα, και κοιτώντας τ’ αστέρια στον ουρανό μετρώντας τα ένα ένα.

Οι μόνες θύμισες που θέλεις να ξεχάσεις είναι τα ουρλιαχτά των πολιτικών κρατουμένων, φυλακισμένων που σπάραζαν απ’ το ξύλο και τα βασανιστήρια των Χουντικών, πίσω από τούς χοντρούς τοίχους και τα τετράγωνα κάγκελα δίπλα στις φιστικιές του κυρ-Δράκου, με τους σκοπούς να καπνίζουν ανέμελα και το όπλο στον ώμο όλη νύχτα.

Εκείνος όμως βγήκε από τα κεραμίδια, κρέμασε ένα σεντόνι κατέβηκε και έφυγε τρέχοντας προς τη θάλασσα που τον περίμενε ένα βαρκάκι και εξαφανίστηκαν στην σκοτεινιασμένη ομίχλη του Σαρωνικού γελώντας και καπνίζοντας ελεύθεροι.

Εγώ σκαρφαλωμένος στον ψηλό τοίχο του γηπέδου κοιτούσα μια τις φυλακές, μια τις άδειες κερκίδες που την επόμενη θα γέμιζαν κόσμο που θα βλαστημούσε και θα έβριζε τον Ντουντούμη που έφαγε γκόλ και τον Τρύφωνα που δεν έβαλε κανένα.

Το ίδιο χώμα η ίδια μυρωδιά … τί ελιά τί φιστικιά…και τα δυο δέντρα με μεγάλωσαν.

Κάτω απ’ τον ίσκιο τους κολάτσισα πολλές φορές πάντα με διαφορετικό φαί. Εκεί κόντρα στον άνεμο και στην αμμουδιά του Λούτσι μια φέτα σκληρό ψωμί, λίγες ελιές, ένα βραστό αυγό και ένα μικρό πορτοκάλι….

Εδώ ένα ολόφρεσκο μπαστούνι γεμάτο λάδι και ζάχαρή που άχνιζε ακόμα από το φούρνο Αφαία και μοσχοβολούσε στο χιλιόμετρο που διέσχιζα από το σπίτι στο Γυμνάσιο .

Ύστερα έπρεπε να φύγω…..

 

 

LinkedIn
Share
error: Content is protected !!